United States or Cuba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άνθρωπε! λέγω· κατείχες τον άρτον εις χείρας σου, και όμως τον αφήκες ν' απομακρυνθή τόσον ταχέως από σου. Τώρα τι θα φάγης; Δεν ήκουσε τους λόγους μου, διότι ετέραν ετοιμασίαν επέσπευδεν. Παρεσκεύασεν άλλην μηχανήν, ομοίαν της πρώτης, και εισελθών εντός αυτής, ανεχώρησεν αστραπιαίως εις αναζήτησιν του ιδίου του άρτου!

Άκουσε λοιπόν όταν έλθη ο γεωργός διά να σε ζεύξη εις το αλέτρι, εσύ εναντιώσου· δείξε τον θυμόν σου· όρμησε διά να τον κτυπήσης με τα κέρατα, κτύπα τα ποδάρια εις την γην και φόβισέ τον με το φοβερόν σου μούγκρισμα· και τα άχυρα που σου δίδει διά να φάγης μύρισέ τα, και άφησέ τα· και τότε θέλεις ιδεί πώς σε αφίνει εις ανάπαυσιν.

Είπε, κ' εκείνου ωμίλησε με λόγια πτερωμένα• «Καλά για μέν', Αντίνοε, πονείς ωσάν πατέρας, 'που 'πες από το μέγαρον ευθύς να φύγη ο ξένος, με βαρύ πρόσταγμα• ο θεός ποτέ να μη το κάμη• δος του απ' αυτά• δεν μου πονεί^ κ' εγώ το λέγω πρώτος. 400 μη την μητέρα μουαυτό φοβήσου ή καν τους δούλους, 'που ευρίσκονταιτα δώματα του θείου Οδυσσέα. αλλ' εκείνο το νόημα συτην ψυχή δεν έχεις• ότι να φάγης προτιμάς παρ' άλλου συ να δώσης».

Και τέλος, όταν θελήσης, να φάγης ένα κταπόδι ωμό ή σουπιά και ν' αποθάνης. Αυτή είνε η ευτυχία την οποίαν θα σου δώσω. ΑΓΟΡ. Να την κρατήσης για τον εαυτό σου. Αυτά που μου λες είνε απάνθρωπα και συχαμερά. ΔΙΟΓ. Εύκολα όμως και όλοι δύνανται να τα βάλλουν εις πράξιν.

— Ω, αληθής Ζευς! ανέκραξεν ο Χίλων. — Θα σου δώσουν να φάγης εδώ· κατόπιν θα δυνηθής να αναπαυθής. Μέχρι της εσπέρας δεν θα εξέλθης και, όταν νυκτώση, θα με συνοδεύσης εις το Οστριανόν. Επί στιγμήν φόβος τις και δισταγμός εζωγραφήθησαν επί του προσώπου του φιλοσόφου.

Δεν ευρίσκω εργασίαν, ήτο η πρόχειρος απάντησις των πτωχών. — Λοιπόν, τοις έλεγε τότε, αντί να σοι δώσω ελεημοσύνην, πρέπει να σοι εύρω εργασίαν, όπως διά του κόπου και του ιδρώτος του προσώπου σου κερδήσης και φάγης τον άρτον σου.

Απεκρίθη ο γάιδαρος· αλλ' αύριον, ειπέ μου, όταν ο γεωργός ήθελε σου φέρει διά να φάγης, τι έχεις να κάμης; Του λέγει το βόιδι· θέλω ακολουθήσει τα ίδια κατά την συμβουλήν σου, δεν θέλω φάγει έμπροσθέν του, θέλω του γυρίσει τα κέρατα εις σχήμα να τον κτυπήσω, θέλω καμωθή πώς είμαι άρρωστος και θέλω εξαπλωθή εις την γην ωσάν μισοπεθαμμένος.

Δεν προφθάνεις να ιδής, δεν προφθάνεις να φάγης, δεν προφθάνεις να κοιμηθής, δεν προφθάνεις να εξυπνήσης. Δαιμόνιος βόμβος, βόμβος συνταρασσομένου σιδηρού κόσμου, μαύρου κόσμου, εν πυρίνη κοιλία.

Ο διάβολος φωνάζει μέσα εις τα έντερα του τρελλού και γυρεύει να του δώσουν δύο ψαράκια να φάγη. Μη φωνάζης, μαύρε άγγελε, και δεν έχω να σου δώσω να φάγης. ΚΕΝΤ Τι έχεις, ω αυθέντα μου; Τι βλέπεις και θαυμάζεις; Εδώτο στρώμα πλάγιασε ν' αναπαυθής ολίγον. ΛΗΡ Την κρίσιν πρώτα να ιδώ. Οι μάρτυρες ας έλθουν! Συ, που φορείς κριτού στολήν, 'ς την μέσην να καθίσης.

«Και αν ο Άσωτος υιός εξέπεσε 'στους χοίρους, την πατρική κληρονομιά την είχε φαγωμένη 'στο τέρσο τίρο, 'στο κρασί και εις τους ποδογύρους, και πάλι δεν υπέφερε χοιροβοσκός να μένη. Μα συ, χωρίς τα χρήματα να φάγης κανενός, χωρίς κανένα θέλγητρον του κόσμου ν' απολαύσης, πώς έγινες αναίσθητος, τραχύς κι' ελεεινός; Φασκέλωσε τα χρήματα, προτού πικρά να κλαύσης