United States or Comoros ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο παραγυιός ο Ευθύμης, ένα παιδί δεκάξη χρονών, σήκωσε την ποδιά του και σκούπισε τα μάτια του. Η φουντωτή η λεύκα, ακούνητη μες στην απανεμιά, δε σάλεβε ένα φύλλο της απόψε. Η πυκνή της φυλλωσιά, κατάμαυρη σαν πίσσα, απλωνότανε σα μαύρο σύννεφο απάνω απ' τα κεφάλια των ανθρώπων, βουρκωμένο σύννεφο έτοιμο να κλάψη. Την είχε φυτέψει με τα χέρια του ο μακαρίτης και την καμάρωνε σαν παιδί του.

Κι όπου απαντήση ριζιμιό κι όπου εύρη χαραμάδα, Γενειάζει εκεί βαθειά βαθειά κ' υφαίνει τον πλοκό του Αδιάβατη γεροβολιά, πυκνή κ' αιώνια φράχτη Για κείνους που συνείθισαν να παρασυνορίζουν. σ.224 Ριζιμιό , πέτρα ερριζωμένη, κατ' αντίθεσιν προς το » πέτρα πλεούμενη. » Χαραμάδα τα σκίσματα εν γένει. Γενειάζει επί φυτών, όταν βάλλωσι τας πρώτας οιονεί τριχοειδείς ρίζας.

Εβροντούσαν στις ισκιερές καμάρες κάτω, και πάνω στις κλειστές αβλόπορτες, και τους κουκουλωμένους φούρνους· στις στοιβανιές τα ξύλα, στα δέντρα, στα κλειστά παραθυρόφυλλα. Εσπόριζαν οβούζια αστραφτερά, ολάναφτα, που άπλωναν τις φλογερές τις σπίθες τους ολούθε, συνέπαιρναν κ' εσκόρπιζαν κι ανέμιζαν ολούθε τα χιόνια σύγνεφα πυκνά. Άχνιζε ο τόπος, εθόλωναν τα φώτα της ημέρας στην πυκνή χιονιά.

Ούτε εις δένδρον, ως η Δάφνη, είχε μεταμορφωθή η Ιωάννα, ούτε εις περιστεράν, ως η Αγ. Γερτρούδη, ή εις σκωληκόβρωτον σκελετόν, ως η Βασίνη εις τας αγκάλας του Δομ Ρουπέρτου, αλλ' εκ της παρθενικής αυτής επιδερμίδος εφύτρωσεν αιφνηδίως γενειάς μακρά, πυκνή και δασεία, οία η επισκιάζουσα τα πρόσωπα των Βυζαντινών αγίων.

Ιδών δηλαδή μακρόθεν τον Θανάσην ορμώντα προς τα επάνω, και διασχίζοντα ως μαινόμενον την πυκνή λόχμην, έκρινεν ότι και αυτός θα έπραττε φρονίμως να τον ακολουθήση, αφίνων την πεπατημένην οδόν. Και ούτω και ο αρχιληστής περίφοβος, υποπτεύων ενέδραν, παρεξέκλινε, και διά των ορέων βαδίζων κατόπισθεν σχεδόν του Θανάση, κατήλθεν εις τον απόκεντρον όρμον.

Με τα πρώτα γλυκοχαράματα ξύπνησε ο γνοιαστικός αγωγιάτης, πριν να φωνάξουν ακόμα τα ορνίθια, και κρένοντάς μας επήγε στα ζα του. Πρώτος πετάχτηκα ορθός εγώ κ' εβγήκα στην οξώπορτα. Τον κοιμάμενο κάμπο χαμηλά σκέπαζε σαν απέραντο πουπουλένιο πάπλωμα η νυχτερινή καταχνιά, πυκνή και γαλάζια.

Αλλ' ενώ κατ' αρχάς εφάνη ότι θα υπερίσχυεν ανατολικός άνεμος, ο γραίγος, ότε θα κατευωδούτο εις την νήσον του ο καπετάν-Φώκας, αίφνης μαυρίλα πυκνή σχηματίζεται προς δυσμάς.

Η δημοσιογραφική του παραγωγή, πολιτική και κριτική, είνε τόσον πυκνή, ώστε δεν δύναμαι ενταύθα να την αναλύσω λεπτομερώς , άλλως τε και εν τίσι θα παραμείνη άγνωστος, διότι πολλά έγραφεν ο Ροΐδης ανωνύμως εν τη «Τεργεσταία Ημέρα», τω «Ταχυδρόμω» της Κωνσταντινουπόλεως και άλλαις εφημερίσι του εξωτερικού· ανεκάλυψα μάλιστα ότι εχρημάτισεν επί βραχύ ημιεπίσημος ανταποκριτής των «Times», διότι καθ'ην εποχήν το μέγα φύλλον του «Άστεως», αποχωρήσαντος του κ.

Ο γυιός ήτανε παππάς και μάλιστα γούμενος και η μάννα καλογρηά! Το εξωτερικό τους δε πολύ ευπρόσωπο. Εκείνος με καινούριο ράσο, χοντρός, προκοίλης, κόκκινος, με μεγάλα, βαθυγάλαζα, ψυχαλιστά μάτια και με καστανή, πυκνή γενειάδα.