United States or Austria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Κύρος τον ήκουσε και διέταξε τους διερμηνείς του να τον ερωτήσωσι ποίον επεκαλείτο· πλησιάσαντες ούτοι τον ηρώτησαν, αλλά παρήλθεν αρκετή ώρα πριν αποκριθή.

Πλησιάσαντες τότε εν σιωπή και ησυχία περί την θύραν, διεκρίναμεν ότι ο Πέτρος εδίδασκέ τινα να συλλαβίζη. Ο Γεροστάθης, αφού χαμογελών ηκροάσθη ολίγον την διδασκαλίαν του Πέτρου, έσπρωξε την θύραν και εισήλθε παρακολουθούμενος παρ' ημών. Ο Πέτρος έκλεισε τεταραγμένος την οποίαν εκράτει φυλλάδα, εσηκώθη, και μετά συστολής εζήτησε συγχώρησιν διότι εβράδυνε να έλθη, μη εννοήσας ότι παρήλθεν η ώρα.

Αφού δ' επί οκτώ ημέρας και άλλας τόσας νύκτας αεροπορήσαμεν, την ογδόην είδαμεν εις τον αέρα μίαν γην μεγάλην, ως νήσον, σφαιροειδή και λάμπουσαν, ως να ήτο κατάφορος. Πλησιάσαντες εις αυτήν και προσορμισθέντες, εξήλθαμεν• ευρήκαμεν δε χώραν κατοικουμένην και καλλιεργουμένην.

Εν τούτοις οι Αθηναίοι πλησιάσαντες ευθύς πανστρατιά εκυρίευσαν την Θυρέαν, την επυρπόλησαν και διήρπασαν ό,τι εύρον. Μετά ταύτα επέστρεψαν εις τας Αθήνας φέροντες αιχμάλωτον μαζί τους τον Λακεδαιμόνιον Τάνταλον τον Πατροκλέους, ο οποίος ήτον άρχων και είχε πληγωθή. Παρέλαβαν επίσης καί τινας Κυθηρίους, τους οποίους διά περισσοτέραν ασφάλειαν ενόμισαν ότι έπρεπε να μεταφέρουν αλλαχού.

Πλησιάσαντες λοιπόν και εξετάσαντες, ευρέθημεν εις απορίαν περί του πρακτέου• διότι ούτε διά μέσου των δένδρων ήτο δυνατόν να πλεύσωμενδιότι ήσαν πυκνά και συνεπλέκοντοούτε να επιστρέψωμεν εφαίνετο εύκολον. Τότε εγώ ανέβηκα εις το υψηλότερον δένδρον και παρετήρουν τα πέριξ πώς ήσαν.

Και λοιπόν κατόπιν από τους γάμους ας υποθέσωμεν την γέννησιν των παίδων και κατόπιν την ανατροφήν και παιδείαν. Και ίσως, ενώ προχωρούν κατ' αυτόν τον τρόπον οι λόγοι, έκαστος νόμος καταλήξη από ημάς εις τα προηγηθέντα συσσίτια, διά να φθάσωμεν εις αυτάς τας επιμιξίας και ιδούμεν αν πρέπει μόνον των ανδρών να υπάρχουν ή και των γυναικών και πλησιάσαντες αυτά ίσως τα εννοήσωμεν καλλίτερα.

Οι Τούρκοι πλησιάσαντες είς το παραθαλάσσιον και ιδόντες τους Έλληνας συσσωματωμένους και ετοίμους δι' αντίκρουσιν, προστατευομένους μάλιστα και από των πλοίων τα κανόνια, δεν επεχείρησαν άλλην προσβολήν, ευχαριστημένοι, φαίνεται, από την άχρι τούδε έκβασιν, αλλ' επέστρεψαν εις το στρατόπεδόν των.

Και μετά είκοσι ημερών αρμένισμα εφθάσαμεν εις ένα νησί, εις το οποίον αράξαμεν διά να αναπαυθώμεν ολίγον, και να φροντίσωμεν διά νερόν και ξύλα τα χρειαζόμενα· και προβαίνοντες εις τα εσωτερικά μέρη του νησιού, το ηύραμεν ακατοίκητον είδομεν όμως μακρόθεν ένα αυγόν του ορνέου ονομαζόμενου Ροκ, εις το μέγεθος παρόμοιον με εκείνο που σας εδιηγήθην εις το δεύτερόν μου ταξείδιον και πλησιάσαντες εκεί βλέπομεν να έχη μέσα ένα μικρόν πουλί του Ροκ, που άρχιζε να φαίνεται ολίγον η μύτη του.

Επειδή όμως οι Μήλιοι, μολονότι ελεηλατείτο η χώρα των, δεν υπέκυπτον, αποπλεύσαντες οι Αθηναίοι εκ της Μήλου έπλευσαν προς τον Ωρωπόν κείμενον εις την άντικρυ στερεάν. Πλησιάσαντες εκεί νύκτα απεβίβασαν ευθύς τους οπλίτας, οίτινες επορεύθησαν πεζή προς την Τάναγραν της Βοιωτίας.

Δεν είχε δε απομακρυνθή πολύ ότε είδεν ερχόμενον εξ αντιθέτου ένα Τουρκαλβανόν χωροφύλακα. Εστράφη διά να φύγη προς τα οπίσω, αλλ' είδε και άλλον ερχόμενον εκείθεν. Ο τελευταίος του εφώναξε: — Στάσου, ωρέ Πατούχα! Ο Μανώλης εστάθη, διότι έβλεπε ότι δεν είχε διέξοδον, οι δε ζαπτιέδες πλησιάσαντες τον συνέλαβαν από τους βραχίονας. — Είντα θέτε από μένα; ηρώτησεν ο Μανώλης. — Θα το μαθαίνης κάτω.