United States or Australia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Απεσπάσθησαν ούτω πολλοί, σχεδόν οι ημίσεις των ανδρών. Όθεν, όταν η διαδήλωσις του Λάμπρου του Βατούλα έφθασεν εις την προκυμαίαν, έκαμεν εις όλους πενιχράν εντύπωσιν. Εν τούτοις ο Λάμπρος εζήτησε να την αναζωπυρήση διά του χορού και της μουσικής, και οδηγών αυτός τον κάβο ήρχισε τον χορόν επί της αποβάθρας και της προκυμαίας.

Διότι οι χωρικοί, ανθρακείς ως επί το πλείστον και υλοτόμοι, είνε τόσον πτωχοί, ώστε μόλις να εξαρκούν εις την πενιχράν τροφήν των και την πενιχροτέραν ενδυμασίαν των. Ίνα μη λησμονήσουν όμως καθόλου τον Θεόν, εσυμφώνησαν όλοι από κοινού κ' εκάλεσαν ένα ιερέα, ο οποίος υπεχρεούτο εις κάθε εορτήν να λειτουργή κατά σειράν και εις έν χωρίδιον.

Ω, πόσον ωραία εξυπνά όταν έχη κοιμηθή τις εις τον μικρόν κοιτώνα με το βορεινόν παράθυρον, το βλέπον προς βουνόν, εις την πατρικήν πενιχράν, καθάριον οικίαν, όπου είδέ ποτε το πρώτον άχραντον φως, πόσον ωραία εξυπνά μίαν πρωίαν του Ιουνίου, όταν έχη επανακάμψει εις τον τόπον της γεννήσεώς του μετ' απουσίαν επτά ετών! Οπόσαι μεταβολαί εντός τόσου χρόνου! Όλα σχεδόν ήσαν ως νέα πλάσις δι' εμέ.

Τη επαύριον, τη εσπέρα των Χριστουγέννων, ασυνήθης φωτισμός έλαμπεν επιδεικτικώς είς τινα πενιχράν οικίαν εν τη εσχατιά του χωρίου· τα μικρά παράθυρα τοσούτον δαψιλώς έφεγγον, ώστε πυκναί δέσμαι φωτεινών ακτίνων προσέπιπτον και εις τον έξω σκοτεινόν δρομίσκον, φωτίζουσαι τούτον εις ικανήν απόστασιν.

Ούτως ο Γεώργης κατώκησεν επί τινα χρόνον μετά της αγαθής του θείας, ήτις περισυναγαγούσα την πενιχράν κληρονομίαν του παιδός, όσην απετέλεσεν η πώλησις των οικιακών σκευών, ενός καχεκτικού ιππαρίου και ενός χωλού όνου, ήλθεν εις τας Αθήνας, να κυττάξη, ως έλεγε, τον ανεψιόν της.

Ο δε Σωτήρ, συγκαταβατικώτερος των επισήμων επί γης διερμηνευτών του, «μνημονεύων των επί γης διατριβών», καθώς είπεν ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ενθυμούμενος την πενιχράν προσφοράν της χήρας, εδέχετο και του πένητος λαού του τον ευσεβή φόρον, καθώς εδέχθη εκείνης τα δύο λεπτά.

Οι γραμματείς σβύνουσι τους αριθμούς των, ο υποψήφιος αισθάνεται ότι κάπως εκουράσθη, και κάθηται εις μίαν γωνίαν, ο δε ταλαίπωρος ταχυδρόμος, εις ον ουδείς . . . ουδείς ευρέθη να προσφέρη έν σιγάρον, σύρει την πενιχράν του καπνοθήκην, και περιτυλίσσει έν μελαγχολικώς εκ του ιδίου του καπνού. — Μήπως παράκουσες, αδελφέ; ερωτά είς των παρισταμένων.

Αριστεί ως επί το πλείστον εν τω ξενοδοχείω, διότι ευρίσκει πενιχράν την εν οίκω τράπεζαν, παίζει θαυμάσια σφαιριστήριον, ομιλεί περί των πολιτικών πραγμάτων της Ευρώπης μεταξύ ενός καφέ και ενός κονιάκ, τρέφει βαθυτάτην περιφρόνησιν προς οιουδήποτε είδους εργασίαν, και ονειρεύεται διπλωματικήν τινα θέσιν, ανάλογον των ολίγων σολοίκων γαλλικών φράσεων, δ' ων καρυκεύει την ομιλίαν του.

Και διατεθείς έτι μάλλον ευθυμότερον, μου διηγήθη δύο τρεις ιστορίας απνευστεί, την μίαν κατόπιν της άλλης, επί των πολιτικών της ημέρας. Τον έβλεπα διηγούμενον κ' εδοκίμαζα ταυτοχρόνως δύο αντίθετα αισθήματα. Απορίαν μεγάλην διά την αισιοδοξίαν του, ήτις ουδέποτε τον είχε δικαιώση και ένα είδος οίκτου διά την πενιχράν περιβολήν. ήτις εκάλυπτε μίαν τόσον ευγενή ύπαρξιν.

Είχεν εξέλθει προς εύρεσιν τροφής. Και άλλοτε κατώρθωσε να ποικίλη την πενιχράν δίαιτάν μας συλλέγουσα χόρτα άγρια εις τους πέριξ του χωρίου λόφους. Αλλ' εβράδυνεν ήδη να επιστρέψη. Και η μήτηρ μου, ανησυχούσα, πολλάκις ήνοιξε την θύραν και προέτεινε την κεφαλήν εις την οδόν, να ιδή μη φαίνεται ερχόμενη.