United States or Norfolk Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διά τούτο ο Κομποδήμος συνεννοηθείς και μετά πέντε άλλων ναυτικών, συμπαθών ανθρώπων, προθύμων πάντοτε εις τοιαύτας κρισίμους περιστάσεις, απήλθε προς αναζήτησιν του Μπάρμπα-Σταύρου, αφού προηγουμένως ανήγγειλε τούτο εις την Κρατήραν, απλώς ότι πηγαίνουν να ίδουν, χωρίς να προσθέση την φοβεράν είδησιν της πτώσεως· αν και ο ποιμήν γνωρίζων την δεξιότητα και αντοχήν του Μπάρμπα- Σταύρου, επίστευεν ότι δεν θα έπαθε τίποτε, αν έπεσεν.

Ο ποιμήν απομείνας πλέον οριστικώς να εξυπηρετήση την κολλήγισσαν, επέστρεφεν από του φούρνου κομίζων καίοντα ακόμη τα ωραία χριστόψωμα με τα σισάμι και το μαυροκούκκι πιτουρισμένα, ότε ακούει ότι δύο-τρεις άλλοι χωρικοί, οι βαδίζοντες, ως είδομεν, προ του Μπάρμπα-Σταύρου, επιστρέψαντες διότι ήτο αδύνατον να προχωρήσουν, διηγούντο ότι ο Μπάρμπα-Σταύρος δεν τους ήκουσε και επροχώρει μόνος του μέσα εις τα χιόνια, δύο και τρία μπόια βάθος.

Εννοήσας την αδυναμίαν του προς τα πεσκέσια, έσπευδε πάντοτε πάσαν προξενουμένην ζημίαν εις τον ελαιώνα να προαναγγέλλη, ουχί με κενάς τας χείρας, ότε οι οφθαλμοί του Μπάρμπα-Σταύρου λαιμάργως προσατενίζοντες το δώρον, απερρόφων πάσαν αυτού την προσοχήν κλείοντες ιδίως τα ώτα του, εις τα οποία αβλαβώς αντήχει η αναγγελλομένη ζημία.

Και ανοίξασα το παράθυρον γοερώς εφώνει με λελυμένην την κόμην αναταράξασα όλην την γειτονίαν: Πωπώ! Πωπώ! έως ου ήλθον δύο αγαθαί γειτόνισσαι και καθησύχασαν αυτήν, παραμένουσαι διαρκώς πλησίον της, μέχρις ου επανέλθουν οι μεταβάντες προς αναζήτησιν του Μπάρμπα-Σταύρου.

Και τωόντι εθραύοντο μετά πενθίμου πατάγου εν τη νεκρά εκείνη ηρεμία οι καταπλακωμένοι των ελαιών κλώνοι, κ' εθραύετο η καρδία του Μπάρμπα-Σταύρου και εκόπτοντο τα ήπατα αυτού κ' ελύγιζον τα γόνατά του. — Ερμαίς εληαίς! Εψέλλιζε πενθίμως. Και όμως επροχώρει. Και τι ήθελε κάμει ο άφρων; αλλ' ο άνθρωπος είνε πάντοτε ανόητος.

Μειδίαμα ελαφρόν διήλθεν από το κάτωχρον του Μπάρμπα-Σταύρου πρόσωπον προς το άκουσμα τούτο. Πλην τα χείλη του ήσαν κλειστά ακόμα. — Τι κάνουμε, παιδιά; ηρώτησεν ο ποιμήν, υπόδρα βλέπων την μποτιλίτσα μετά υπόλοιπον του ρωμίου, ως τέσσαρα δάκτυλα. — Να πηγαίνουμε! Προσέθηκεν επιτακτικώς ο Κομποδήμος.

Οι αγροφύλακες προσποιηθέντες ότι απεκλείσθησαν έξω, εκοιμώντο όλην την ημέραν εις τας οικίας των, ο δε μόνος κλητήρ ήτο απησχολημένος συνήθως εις την υπηρεσίαν της κυρίας δημάρχου. Διά τούτο ο δήμαρχος ανέθηκε την εντολήν αυτήν εις τον ποιμένα, τον κολλήγαν του Μπάρμπα-Σταύρου.

Η βοή η νεκρά της φωνής των συνωδεύθη ήδη υπό τινος γογγυτού μυστηριώδους: — Ωχ! — Μωρέ εδώ είνε ο κατακαϋμένος! Παρετήρησεν εν πεποιθήσει ο ποιμήν. Και συγχρόνως ιδών το ρήγμα της χιόνος το σχηματισθέν κατά την πτώσιν του Μπάρμπα-Σταύρου, είπεν ως ενώπιον κινδύνου. — Καρδιά, παιδιά, καρδιά, και τον ηύραμε! — Νά, είπον και οι λοιποί. Εδώ εις το μέρος αυτό είνε χανδάκι.

Να, εκεί είνε το κτήμα του, υπέδειξεν ο ποιμήν, και έδειξε τον ελαιώνα του Μπάρμπα-Σταύρου. Μάλιστα, έκαμε και λάθος. Νά, έχασε τον δρόμο· από 'κεί έπρεπε να κάμη. Χωρίς άλλο αυτά είνε τα πατήματά τ', γνωρίζω εγώ τα ποδήματα του Κολλήγα. Έλεγεν ο Κομποδήμος και εσχεδίαζεν εις το συγκεχυμένον εκείνο χιονισμένον πεδίον. — Για φωνάξ' τε μια, βρε παιδιά! Και οι έξ τότε έβαλον κραυγήν φοβεράν.

Ο Κομποδήμος ο κολλήγας του Μπάρμπα-Σταύρου, μη προφθάσας ν' απέλθη την προηγουμένην νύκτα εις την ποίμνην του ζαλισθείς από τα κεράσματα των φίλων του, — το αγαπούσε ολίγον το έρμοτην επαύριον απεκλείσθη ολότελα ένεκα της χιόνος και μόλις απήλθεν ο Μπάρμπα-Σταύρος, και ενεφανίσθη προ της Κρατήρας ο Κομποδήμος με μίαν βαρείαν κάπαν και με την κελαειδούσαν ως γκάιδαν ρίνα του.