United States or Tuvalu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Παντελής ήτο νεόνυμφος, κατείχε δε μετά μόνης της συζύγου του την μικράν καλύβην, όπου με επρόσφερε φιλοξενίαν, αλλά μετ' αλαζονικού μειδιάματος μου υπέδειξεν ότι επέπρωτο ν' αυξήση προσεχώς της οικογενείας του ο αριθμός.

Είτα, περιελθόντες εις αδιέξοδον, ηρώτησαν τον τυφλόν τίνα γνώμην είχε περί του ιατήρος του· κ' εκείνος, όστις δεν ήτο εμπεπλεγμένος εις τον πλημελή κύκλον των συλλογισμών των, απήντησε μετ' αφόβου ετοιμότητος ότι, «Προφήτης εστί».

Τι συλλογίζεσαι; τω είπεν ο Τρανταχτής. — Τίποτε. — Πώς σου φαίνεται αυτό το κλειδί; Δεν είνε παράξενο; — Τι παράξενο; είπεν ο Σκούντας υποκρινόμενος άγνοιαν. — Πρώτον, διατί να μου το παραγγείλη, εις εμένα, να της το κάμω; — Αφού είνε γνώριμη, υπέλαβε μετ' επιπλάστου αφελείας ο Σκούντας. — Και από πότε εις το μοναστήριον έχουν ανάγκην των γνωρίμων του διά να προμηθευθώσι κλειδιά;

Και πού είνε τα ρούχα που έπλυνες; — Τα άπλωσα σιμά 'στη βρύσι, είπεν η Αϊμά, προτιμήσασα να ψευσθή. Το πλήθος ήκουσε μετ' απείρου εκπλήξεως τον λόγον τούτον. Προφανώς η «Γυφτοπούλα» αυτή ήτο όχι μόνον κλέπτρια θρασεία, αλλά και ψεύστρια αναιδής. Τούτο ήτο αυταπόδεικτον και ψηλαφητόν προς πάντας. Τα πειστήρια έκειντο προ οφθαλμών. Τις ηδύνατο να τολμήση ναμφιβάλλη; Η Αϊμά κατεδίκαζεν εαυτήν.

Ο ίδιος όστις επώλησε χθες τον βουν ή τον αγρόν του δεινός γεωργού, ο ίδιος θα δανείση αύριον τον αυτόν γεωργόν ή θα τον πιστώση, επιφυλαττόμενος μετ' ου πολύ να του πωλήση την οικίαν ή την άμπελον.

Τω όντι μετ' ολίγας ημέρας εβεβαιώθη ότι ο υιός της εμβαρκάρησε κρυφά την νύκτα, με έν πλοίον, ως ναύτης, κ' έφυγεν από την νήσον. Ο γραμματεύς του Λιμεναρχείου ήτον βολικός και καλοπροαίρετος άνθρωπος, και δεν εδίστασε να τον ναυτολογήση. Ήτο δε τότε ο Μούρος σχεδόν εικοσαετής, η δε Αμέρσα ήτο μόλις δεκαεπτά ετών. Παρήλθε χρόνος εωσότου η οικογένεια λάβη ειδήσεις περί του φυγάδος.

Από τας κακίας εκείνου εσχημάτιζον κακήν ιδέαν και περί υμών των προ πολλού αποθανόντων, διότι δεν ευρίσκεσθε εις την ζωήν, ώστε να δυνηθούν να σας συγκρίνουν• εκείνον δε έβλεπον να πράττη άτιμα και άσεμνα, ώστε ερήμην κατεδικάζεσθε μετ' αυτού και εις την αυτήν κατηγορίαν κατελέγεσθε•

Και θα την ανοίξω διά να σ' ελευθερώσω, είπεν η Βεάτη. — Ω, Θεέ μου! είπε μετ' ελπίδος η άγνωστος. — Δύο ή τρεις ημέρας υπομονήν. — Αλλ' ειξεύρω αν θα μείνω εδώ; — Πώς; Θα σε μεταφέρουν αλλού; — Δεν ειξεύρω τίποτε. — Αν σ' εβγάλουν ή ημέραν ή νύκτα, εγώ θα τρέξω κατόπιν. — Ω, ευχαριστώ, είπεν η άγνωστος. — Μη σε μέλη, είπεν η Βεάτη. Έλπιζε. — Ελπίζω.

Ούτοι όμως δεν εδέχθησαν αυτόν ούτε εις την πόλιν ούτε εις την συνέλευσιν, διότι προηγουμένως είχεν υπερισχύσει η γνώμη του Περικλέους, ο οποίος είπε μήτε κήρυκα μήτε πρεσβείαν να δεχθούν εκ μέρους των Λακεδαιμονίων εκστρατευόντων· αποπέμπουν λοιπόν αυτόν πριν τον ακούσουν και τον προστάζουν να εξέλθη των ορίων αυθημερόν, προσθέσαντες ότι, εάν οι Λακεδαιμόνιοι ήθελον να έλθουν μετ' αυτών εις διαπραγματεύσεις, έπρεπε πρώτον να επιστρέψουν εις τα ίδια.

Μία ώρα διέρρευσεν ούτως, ότε αίφνης ακούω εκ νέου αόριστον κρότον επί της κλίνης. Έτεινα το ους μεθ' υπερτάτου φόβου. Ο κρότος προήρχετο εκ στεναγμού. Και πάλιν ώρμησα προς το πτώμα και είδα, είδα καθαρώς τα χείλη αυτού συσπώμενα, μετ' ου πολύ δε χαλαρωθέντα και αποκαλύψαντα λαμπράν σειράν μαργαριτωδών οδόντων.