Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025


Δεν ήτο γέρων· εις την ακάθαρτον γενειάδα του και εις την ούλην κόμην του μόλις εφαίνοντο εδώ και εκεί ολίγαι τρίχες πολιαί. Η κοιλία του ήτο κοίλη, οι ώμοι του κυρτοί εις τρόπον ώστε εκ πρώτης όψεως εφαίνετο κυφός. Η τεραστίων διαστάσεων κεφαλή του με το διαπεραστικόν βλέμμα του ωμοίαζε με το ρύγχος του πιθήκου και της αλώπεκος.

Ειδεμή σ' ορκίζουμαι στο θεό μου, αφού πάρω μαχαίρι κι αφού γεμίσω την κοιλιά μου φαγιά, θα σκοτωθώ εμπρός στου Δάφνη τη θύρα. Κ' εσύ δεν θα με ειπής πια Γναθωνάκι, όπως συνηθίζεις πάντα χωρατεύοντας.

Αφ' ετέρου όμως δεν περισσεύει εις αυτά καιρός προς φαγητόν, και δια τούτο ίσως εθεώρησε περιττόν η Θεία Πρόνοια να τα προικίση διά στόματος καταλλήλου προς κατάποσιν τροφής. Τα έντομα ταύτα διήρεσαν οι επιστήμονες εις γένη και είδη, κατεμέτρησαν το μήκος της νευρικής αλύσου των γαγγλίων των, διέκριναν τους ταρσούς αυτών και ηρίθμησαν τα εν τη κοιλία των ωά, τα οποία ευρέθησαν οκτακόσια.

Μόνον ο Γιάννης της Κ'σάφους τελευταίον είπεν ότι «δεν του γεμίζει το μάτι κι' αυτός και το μαγαζί του». Ο κάπηλος επειράχθη τότε και ήρχισε να τους ονειδίζη σκληρώς, αλλ' ο Κωνσταντής ο Καλόβολος με ατάραχον μειδίαμα του είπεν ότι, «αν θέλη να έχη μαγαζί, πρέπει να έχη και κοιλιά σαν το μαγαζί του, μεγαλείτερη μάλιστα απ' το μαγαζί του».

Ξέρω μόνο να βλέπω ξάστερα, και να μη γεμίζω την κοιλιά μου με αέρα κοπανιστό. — Αέρας είν' αυτό, βρε κούκο! εφώναξεν ο Δημήτρης, και εξέτεινε βιαίως την χείρα μέχρι της ρινός του προλαλήσαντος, σφίγγων δι αυτής τα καταπεπονημένα μου μέλη. — Δεν είν αέρας, πουλάκι μου, μα, είνε χαρτί, που είνε το ίδιο!

Ω αγαπημένε μου αναβαφτιστή! άριστε των ανθρώπων, έπρεπε να σε ιδώ να πνίγεσαι μέσα στο λιμάνι! Ω! δεσποινίδα Κυνεγόνδη, μαργαριτάρι των παρθένων, έπρεπε να σου έχουν σκίση την κοιλιά! Ξεκίνησε λοιπόν μόλις στεκάμενος στα πόδια του, αφού του βγάλαν λόγο, τόνε μαστίγωσαν του δώσαν άφεση αμαρτιών και ευλογία, όταν μια γρηά τον εζύγωσε και τούπε: — Παιδί μου, λάβε θάρρος, ακολούθα με.

Το βαγένι μον τηράει. Και η σβάναΕίν' της δίψας του η καμπάνα Μυριοστέφανο βαγένι, Πες μου, τι θελ' απογένη Στα σωστά σουΩς το τέλος η κοιλιά σου, Της κανάταις οπού αδιάζεις, Και σε ταύτη της σοδιάζεις, Πώς χωνεύειςΚαι να πίνης μον χαλεύεις; Το κρασί που σβαναρίζεις, Τα λαγήνια που στραγγίζεις, Μέγα πράμμαΠώς δε σκάζεις είναι θιάμα! Ω κοιλιά με δίχως πάτο. Κρασοσφούγγαρο μονάτο!

Εγώ, μια στα χαροπά κουνελάκια πάνω ξεχασμένος, πότε θα τρυπώση το ένα μες τα σκοίνα, και πότε θα ξεβγή τ' άλλο από τα χαλάσματα· και μια πάλι στο βιβλίο του φίλου μας βυθισμένος, ούτε που το λάβωσα καθόλου. Μου τρώγαν το δόλον ολοένα, τα παμπόνηρα. Είχα και του γέρου μου τις κοροϊδίες· — Α δε σου σχωρούν ταπεθαμένα, μου λεγε, ανάθεμά τα! Τους την ετίλωσες την κοιλιά. Και να πης κιόλα!

Πολύ λογικόν και φυσικόν διά μήλα και σέλινα να υποβάλλωνται εις τόσους κόπους και να κινδυνεύουν να πνιγούν και να τσακισθούν, ως να ήτο δύσκολον να προμηθευθή μήλα όποιος τα επιθυμεί, ή να στεφανωθή με σέλινον ή πεύκον, χωρίς διά τούτο να πασαλείψη το πρόσωπόν του με πηλόν, ούτε να λακτίζεται εις την κοιλιά υπό των ανταγωνιστών του.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν