Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025
Αι Μάγισσαι ηδύναντο, κατά την κοινήν πίστιν, να λάβωσι το σχήμα οίου δήποτε ζώου, αλλ' άνευ της ουράς πάντοτε. Τρις εννέ' αυτή κλώνας εξ αμφοίν χεροίν τιθείς ελαίας τας δ' επεύχεται λιτάς Σίννελ, ο πατήρ του Μάκβεθ.
Ως τάπητας είχον την χλόην και τα χαμολούλουδα, ως τράπεζαν πτέριδας και κλάδους σχοίνων. Η δροσερά αύρα εκίνει μετά θρου τους κλώνας των δένδρων, και ο Φταμηνίτης με την λύραν του αντέδιδε φθόγγους λιγυρούς.
Παρεκάλει μέσα της τον Χριστόν «να δώση λαδάκι, για ν' αναπλέψ' η φτώχεια». Από δύο ετών, τω όντι, δεν είχαν καρπίσει η εληές, είχε δε αναφανή και μία ύπουλος ασθένεια, φθείρουσα τον καρπόν, και μαυρίζουσα τους κλώνας των δένδρων. Αφού έμεινεν επ' ολίγον εις τον ελαιώνα, εσηκώθη, στρέφουσα πολλάκις την κεφαλήν οπίσω, ως διά ν' αποχαιρετίση τα ελαιόδενδρα και απεμακρύνθη.
Εν τούτοις ο σκοπός του εβράδυνε να κατορθωθή, και το θάρρος ήρχισε να καταπίπτη. Νύκτα τινά, ενώ διήρχετο μόνος δάσος τι, και αι δυνάμεις του ήσαν εκλελυμέναι, καταιγίς εξερράγη, και εζήτησε να στεγασθή υπό δρυν τινα, αλλ' όμως ο όμβρος διεπέρα τους κλώνας και τον κατέβρεχεν. Ο Πλήθων την στιγμήν εκείνην ησθάνθη το άκρον άωτον της απογνώσεως, και κατηράτο ενδομύχως τον σκοπόν του.
Διέβησαν την κοιλάδα των Κέδρων, και απέβησαν την ανωφερή ατραπόν, την άγουσαν από του Όρους των Ελαιών εις την Βηθανίαν. Εις την κορυφήν του Όρους τούτου εστάθησαν, και ο Ιησούς εκάθησε να αναπαυθή ίσως υπό τους κλώνας των δύο μεγαλοπρεπών εκείνων κερδών, αίτινες εκόσμουν τότε, την κορυφήν του Όρους. Ήτο δε σκηνή κατάλληλος να εμπνεύση σοβαρωτάτας σκέψεις.
Να προσπαθήσω ν' αναρριχηθώ εις το πελώριον στέλεχος, το αδρόν και αμαυρόν, ν' αναβώ εις το σταύρωμα των κλάδων της, ν' ανέλθω εις τους κλώνας, να υψωθώ εις τους ακραίμονας . . . Και αν δεν μ' εδέχετο, και αν μ' απέβαλλεν από το σώμα της και μ' έρριπτε κάτω, ας έπιπτον να κυλισθώ εις την χλόην της, να στεγασθώ υπό την σκιάν της, υπό τα αετώματα των κλώνων της, τα όμοια με στέμματα Δαυίδ θεολήπτου.
Είτα εξέλεξε θέσιν καλήν επί των βρύων, υπό τινα βράχον επικαμπή, όστις ηδύνατο να τον στεγάση εν μέρει, έκοψε πτέριδας και κλώνας πλατάνου, έστρωσε δι' αυτών την κλίνην του, έθεσε την πήραν προσκεφάλαιον, έλαβεν εις τας αγκάλας την ράβδον του και απεκοιμήθη δροσερόν και βαυκαλιζόμενον ύπνον.
Ο θρους των φύλλων και των κλάδων, ο ίδιος τρόμος της, όστις μετέδιδε τρομώδη κίνησιν εις κλώνας και θάμνους, την επρόδωκεν. Ήκουσε τότε αγρίαν φωνήν· — Αχ! μωρή τσούπα, και σ' επιάσαμε! Αυτή ανεπήδησε τότε μέσ' απ' τους θάμνους, κ' έτρεξεν ως φοβισμένη τρυγών με το πτερύγισμα των λευκών πλατειών χειρίδων της. Δεν ήτο πλέον ελπίς να γλυτώση.
Εις το έν τούτων εσώζετο ακόμη το τελευταίον κλήμα ανώρειον περιπλέκον και σμίγον τα φύλλα του εις όλους τους κλάδους και τους ακρέμονας και κρεμών τους προ πολλού δεμένους βότρυς του ανάμεσα στους κλώνας κ' εις το κενόν.
Περιηρέθη η αειθαλής κόμη των ελαιών, η ποθεινή μύρτος έκρυψεν υπό αισχύνης τα άνθη της και η γεραρά δάφνη έκλινε τους σεμνούς κλώνας προς την γην απαξιούσα να στέψη κορυφάς αδόξους.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν