Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025


Αυτός βλέποντάς τον φόβον μου μού είπεν· Αμπτούλ αφέντη· εγώ κάνω το χρέος μου διά να σε εξετάξω· όμως του λόγου σου ωσάν φρόνιμος που είσαι, κάμε μου ένα δώρον, που να είναι άξιον διά εμένα, και θέλω σε απαραιτήσει. Εγώ βλέποντάς την καλήν του διάθεσιν του έταξα να του δίδω την κάθε ημέραν από εκατόν φλωριά, και κάθε μήνα να του τα μετρώ.

Πολλάκις, προσεπάθουν τότε να φιλοτιμήσωσι τον κυρ-Δημάκην, διερχόμενον εκείθεν, ώστε να προδώση την γνώμην του, πλην ούτος περιωρίζετο να επαναλαμβάνει το απαίσιον: — Ψόφια πράματα! Ο ίδιος ο έφορος διαταχθείς να εκτιμήση τον καρπόν, ήλθεν εις την νήσον. Αλλ' εις μάτην εζήτησε να οδηγηθή κατά τι υπό του μόνου ειδικού εις τούτο: — Κάμε με έμφορα, να σ' πω. Απέφευγεν ο κυρ-Δημάκης.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ Το άδικο μ’ άδικο ηθέλησε να το πληρώση. ΚΗΡΥΞ Μ’ αντίς για ένα, το άχτι του το ’βγαζε σ’ όλους. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Στερνή τελειώνει από τους θεούς η Έρις το λόγο· μα θα τον θάψω και τα λόγια σου μη χάνης. ΚΗΡΥΞ Κάμε του κεφαλιού σου· εγώ -είπα κι απόειπα.

«Αυτά είναι μπαταλά και άλλη φορά μη ξαναγράφης στίχους»· ως διδάκτωρ περίφημος τις εγωιστής δικηγόρος μας επέπληξεν· Εις τον κύριον τούτον αρμόζει το «κάμε συ το καλλίτερον» του κοινού ή το του Ζαλοκώστα «Εσύ είσαι τόσον άσχημος κ' η Μούσα τόσ' ωραία»,

Είδα που είχε δύο στάμνες ακουμπισμέναις από μέσ' απ' την πόρτα, σιμά στο παγγάρι. Η γρηά μ' ελυπήθηκε, εσήκωσε τη μια στάμνα, που φαίνεται να είχε λίγο νερό, κάτω απ' τη μέση, και μου είπε·Κάμε της χούφτες σου. Έκαμα της χούφτες μου, της παλάμες μου βαθουλές, έσκυψα, αυτή μου έρριχνε απ' ολίγο-λίγο νερό μέσ' της χούφτες κ' εγώ έπινα. Μου φάνηκε σαν αγιασμός. Αναστήθηκ' η ψυχή μου.

Αδίκησ' ο Αμλέτος τον Λαέρτην; Όχι, ο Αμλέτος ποτέ· και αν ο Αμλέτος χάση τον εαυτόν του καιτον εαυτόν του ξένος αδικεί· τον Λαέρτην, πταίστης διά την πράξιν δεν είν' ο Αμλέτος· ο Αμλέτος την αρνείται. Ποιος το 'καμε λοιπόν; Η τρέλλα του· και, αν είναι τούτο, καθώς το λέγω, αληθινόν, ο Αμλέτος ευρίσκεται και αυτόςτο αδικημένο μέρος· η τρέλλα του είν' ο εχθρός του καϋμένου Αμλέτου.

Κάμε εκείνο που σου φαίνεται του απεκρίθη ο βασιλεύς· μα τι έχομεν να αποκριθούμεν του αυτοκράτορος Καλίφη; Άφησε ακόμη και τούτο εις εμένα, απεκρίθη ο βεζύρης, και μη σε μέλει τίποτε. Τότες ο βεζύρης παίρνωντας μερικούς φίλους του, χωρίς να ηξεύρουν την βουλήν του, επήγον εις τον Αμπτούλ.

ΑΓΟΡ. Φαίνεται. ΧΡΥΣ. Άρα είσαι λίθος, αφού είσαι σώμα. ΑΓΟΡ. Σ' εξορκίζω μη μ' αφήσης να μείνω λίθος, αλλ' ανάλυσε με και κάμε με εκ νέου άνθρωπον. ΧΡΥΣ. Δεν είνε δύσκολον θα γίνης πάλιν άνθρωπος. Λοιπόν ειπέ μου, παν σώμα είνε ζώον; ΑΓΟΡ. Όχι. ΧΡΥΣ. Ο δε λίθος είνε ζώον; ΑΓΟΡ. Όχι. ΧΡΥΣ. Συ δε είσαι σώμα; ΑΓΟΡ. Ναι. ΧΡΥΣ. Αφού δε είσαι σώμα, είσαι ζώον; ΑΓΟΡ. Ναι.

Συ, τι λέγεις; ΠΟΛΩΝΙΟΣ Θα ωφελήση· πλην εγώ πιστεύω ακόμη ότι το πάθος του εγεννήθηκε από αγάπην 'πού απάντησε ψυχρήν καρδιά. — Τώρα, Οφηλία, να μας ειπής δεν είναι ανάγκη ό,τ' είπ' ο Αμλέτος, τ' ακούσαμ' όλα. — Κύριέ μου, κάμε ως θέλεις, αλλ', αν καλό το κρίνεις, άμα τελειώση το δράμα, η σεβαστή μητέρα του ας καλέση κατά μόνας αυτόν ν' ακούση τον καϋμόν του.

ΣΤΕΦΑΝ. Ησύχασε, τέρας. — Κυράτσα λινιά, τούτο δεν είναι το σωκάρδι μου; ιδού το πήρα· τώρα σωκάρδι μου, μ' εμέ, σκιάζομαι, θα χάσης το μαλλί σου, και θα καταντήσης σωκάρδι κουρεμμένο. ΤΡΙΝΚ. Κάμε, κάμε· αν με συγχωράη η εξοχότης σου· εμείς κλέφτουμε ίσια, με λινιά και με στάφνη.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν