Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Σεπτεμβρίου 2025


ΜΕΝ. Πρόσεξε, Χείρων, μήπως αντιφάσκης προς τον εαυτόν σου και ευρεθής εις την ανάγκην να είπης τα ίδια και διά τα εδώ. ΧΕΙΡ. Πώς δηλαδή; ΜΕΝ. Αν εις την ζωήν τα πάντοτε όμοια και τα ίδια σου έφεραν κόρον, και τα εδώ επειδή είνε όμοια ομοίως δύνανται να σου φέρουν κόρον, και τότε θα ευρεθής εις την ανάγκην να ζητής να μεταβής και απ' εδώ εις άλλην ζωήν, το οποίον μου φαίνεται αδύνατον.

Έπειτα, επειδή τους έφεραν εις αμηχανίαν και τους εξήλεγχον οι οπαδοί μου, εξωργίζοντο και συνωμότουν εναντίον αυτών και επί τέλους τους κατεμήνυον εις τα δικαστήρια και τους κατεδίκαζον να πίουν το κώνειον.

Αφού έβαλαν τον δυστυχή Αμπτούλ εις το κοιμητήριον, το έκλεισαν, και έφεραν το κλειδιά του βεζύρη.

Μίαν ημέρα πηγαινάμενοι από χώραν εις χώραν, με όλον που είμασθε με ένα καραβάνι από πραγματευτάδες, μας απάντησαν οι κλέφτες, και δε έφθασεν που μας επήραν το τι είχαμεν, αλλά μας επήραν και μας έφεραν εδώ εις τούτην την χώραν Κανταχάρ και μας επούλησαν ενός πραγματευτού από σκλάβες που τον εγνώριζαν.

Συνεπαρμένος από την επιτυχία του ο τυφλός ζωήρεψε, σηκώθηκε, διηγήθηκε την ιστορία της Θάμαρ με τις πίτες. Οι βοσκοί γελούσαν δίνοντας μεταξύ τους και καμιά αγκωνιά. Έφεραν γάλα, ψωμί και έδωσαν και μερικά κέρματα στον τυφλό.

Μόλις δε άρχισεν ο χειμών οι ευρισκόμενοι μετά του Ραμφία επροχώρησαν μέχρι του Πιερίου της Θεσσαλίας· αλλ' επειδή οι Θεσσαλοί αντέστησαν εις την διάβασίν των, και ο Βρασίδας, προς τον οποίον έφεραν τον στρατόν τούτον, είχεν αποθάνει, επέστρεψαν εις τα ίδια νομίζοντες ότι η αποστολή των καθίστατο περιττή μετά την ήτταν και την υποχώρησιν των Αθηναίων, και κρίνοντες ότι δεν ήσαν ικανοί να εξακολουθήσουν αυτοί μόνοι τα σχέδια του Βρασίδου.

Αφού σκοτώθηκε ο Μάρκος, έφεραν οι Σουλιώτες το λείψανό του και το ξάπλωσαν εμπρόςτο νάρθηκα της εκκλησιάς του Μοναστηρίου. Σηκώθηκε τότε ο Καραϊσκάκης από το κρεββάτι κ' επήγε σέρνοντας και φίλησε με δάκρυα το νεκρό του Μάρκου· κ' είπε·Άμποτε, ήρωα Μάρκο, κ' εγώ από τέτοιο θάνατο να πάω. Κ' επήγε αληθινά όπως ευχήθηκε, ο ήρωας.

Ποιος είνε ο Χόμο; — Ο Χόμο είνε ο σκύλος μου, αυτός εδώ που σε γαυγίζει. Σιούτ, Χόμο. — Και ειμπορείς να μου κάμης μίαν εκδούλευσιν; επανέλαβεν ο ξένος. — Εκδούλευσιν, βέβαια. — Ειξεύρεις να μου πης ένα πράγμα που θα σ' ερωτήσω; — Ερώτησέ με πρώτα, και ύστερα θα σου αποκριθώ. — Είδες εις αυτό το μοναστήρι τίποτε αυτάς τας ημέρας; — Τι τίποτε; — Είδες μίαν νέαν που την έφεραν εδώ μέσα;

Κ' επειδή προ ετών είχε κάμει έξω, είχε πλουτίσει εκεί το υβρεολόγιό του· κήτο απ' αυτούς που τα τελευταία έτη έφεραν στην Κρήτη τις βλαστήμιες για το Χριστό, την Παναγία και το Σταυρό, πούσαν άγνωστες στην Κρήτη. Για να πάψη να πίνη, έπρεπε νάχη αρρωστήσει βαρειά. Φαινότανε πουντιασμένος. Έβηχε κείχε πυρετό και δύσπνοια.

Κι' ο σκοπός κ' οι πόθοι αυτοί μ' έφεραν, έλεγε με το νου του αναστενάζοντας, 'ςτό φρύδι του γκρεμού, της κόλασης, να ψευτίσω την τέχνη μου και να χαλαστώ ο ίδιος, να σκάψω ο ίδιος το λάκκο μου με τα χέρια μου. Διαβολομαζώματα ανεμοσκορπίσματα, καλά λέει ο λόγος. Τώρα χτυπάω το κεφάλι μου, μόν' 'ςτά χαμένα.

Λέξη Της Ημέρας

θεολογικοί

Άλλοι Ψάχνουν