United States or New Caledonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ δε διά τον σκοπόν της καθόδου μου ευρήκα τον Τειρεσίαν και τον παρεκάλεσα να μου είπη, χωρίς να μου αποκρύψη τίποτε, ποίον νομίζει ως τον καλλίτερον τρόπον του βίου.

ΟΡΑΤΙΟΣ Μεγάλη αλήθεια. ΑΜΛΕΤΟΣ απ' την καμπίναν μου ξεκίνησα, κλεισμένοςτην κάπαν μου, και μες το σκότος να τους εύρω πασπάτευσα κ' επίτυχα ό,τι επιθυμούσα· τον φάκελλόν τους εξεσκάλισα και οπίσω γυρίζωτα δωμάτιόν μου και αυθαδιάζωενίκησεν ο φόβος τα καλά μου ήθηνα ξεβουλλώσω την μεγάλην εντολήν τους· αυτού, φίλε μου, ευρήκαιδέ, κακοτροπία βασιλική! — μιαν προσταγήν καθαρωτάτην, με πολλούς λόγους αρτυμένην, 'πού αποβλέπαν των Δανών και των Άγγλων το κοινό συμφέρον, ως να εγεννούσε σκιάκτρα, τρόμους, η ζωή μου, μόλις το γράμμ' αναγνωσθή, χωρίς να χάσουν καιρόν, ουδ' όσον να τροχίσουν λαιμητόμον, η κεφαλή μου να κοπή.

Επί τέλους ο Ζευς κατώρθωσε να εύρη τι εχρειάζετο, και: — Μου φαίνεται, είπεν, ότι ευρήκα τρόπον ώστε και άνθρωποι να υπάρχουν και να παραιτηθούν της αυθαδείας των, ασθενέστεροι γινόμενοι. Προς τούτο θα τους κόψω τον καθένα εις δύο, κατ' αυτόν δε τον τρόπον και ασθενέστεροι θα γείνουν και συγχρόνως χρησιμώτεροι εις ημάς, διότι θα γείνουν περισσότεροι και θα βαδίζουν όρθιοι επί των δύο σκελών.

Άμα δε έφθασα εκεί, ευρήκα ένα εκ των Χαλδαίων, σοφόν και θαυμαστόν κατά την τέχνην, ο οποίος είχε λευκήν την κόμην και γενειάδα σεβάσμιαν, ωνομάζετο δε Μιθροβαρζάνης. Τον παρεκάλεσα και τον καθικέτευσα και μετά δυσκολίας τον έπεισα να με οδήγηση εις τον Άδην με οίαν δήποτε αμοιβήν ήθελε.

Ακούσατέ με, μεγάλοι αυθένται. Η ανακάλυψις την οποίαν έκαμα είναι σπουδαιοτάτη· δεν ευρήκα ακόμη την νεαράν κόρην, αλλά γνωρίζω την οδόν επί της οποίας πρέπει να την ζητήσω. Εστείλατε τους δούλους σας εις όλην την πόλιν. Σας έφεραν την ελαχίστην ένδειξιν; Όχι! Εγώ μόνος σας έδωσα μίαν.

Ο υιός εκείνου, τ' όνομα Θεοκλύμενος, τότ' ήλθε εις τον Τηλέμαχο κοντά• κ’ εύρισκε αυτόντην ώρα οπ' εύχονταν κ' εσπόνδιζε σιμάτο μαύρο πλοίο• κ' ευθύς τον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα• «Ω φίλε, αφού 'δω σ' εύρηκατην ώρα της θυσίας, 260 καλόδεκτη προς τον θεόν να γείν' η προσφορά σου• και την ζωή σου να χαρής και των συντρόφων όλων, 'ς το ερώτημά μου απάντησε και τίποτε μη κρύψης. ποιος είσαι; ποιο το γένος σου; πού η πόλις και οι γονείς σου

Να μη σου τα πολυλογώ, ανέβηκα έτσι, επήδησα έξω και ήλθα• ευρήκα δε την πόρτα της αυλής καλά κλεισμένη. Ήσαν μεσάνυκτα. Λοιπόν δεν εκτύπησα, αλλ' ανεσήκωσα σιγά σιγά την πόρτα κ' εγύρισα τον στρόφιγγα, όπως είχα κάμη και άλλοτε, κι' εμπήκα χωρίς να κάνω θόρυβο. Μέσα εκοιμούντο όλοι κι' εγώ επροχώρησα τοίχο-τοίχο κ' έφθασα στο κρεββάτι. ΙΟΕΣ. Ω Δήμητρα, τι θα πη; Με πνίγει η αγωνία.

Καλώς ήλθετε· αλλά ο θειοπατέρας μου και η μανναθειά μου είναι γελασμένοι. ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ Εις τι, Κύριέ μου; ΑΜΛΕΤΟΣ Δεν είμαι τρελλός ειμή όταν φυσά βορειοδυτικός · όταν πνέει νοτιάς, είμαι καλός να ξεχωρίσω γεράκι από λάκραν. Εισέρχεται ΠΟΛΩΝΙΟΣ ΠΟΛΩΝΙΟΣ Καλώς σας εύρηκα, ευγενέστατοι.

Λοιπόν αν εύρω ευκαιρίαν, θα αποδράσω και θα έλθω πλησίον σου». Αυτά έλεγεν η επιστολή και προσέτι παρήγγελλεν εις την Καλυψώ να μας φιλοξενήση. Εγώ δε προχωρήσας ευρήκα εις μικράν από της θαλάσσης απόστασιν το σπήλαιον, όπως το περιγράφει ο Όμηρος, και την Καλυψώ νήθουσαν έρια.

Και ενώ μου έλεγεν αυτά ο νέος εν τω μεταξύ είχε πλέον απαντήση, ώστε δεν ευρήκα καιρόν να του συστήσω καν να προσέξη εις την απάντησίν του, αλλ' απεκρίθη, ότι βέβαια οι σοφοί είναι εκείνοι που μανθάνουν. Και ο Ευθύδημος τον ερώτησε πάλιν: — Υπάρχουν βέβαια άνθρωποι, τους οποίους ονομάζεις διδασκάλους, ή όχι; Ο Κλεινίας απήντησε καταφατικώς.