United States or United States Virgin Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αντί της άλλοτε ζωηράς κινήσεως εις την κατάφωτον λεωφόρον Όλγας, την οποίαν επλήρουν αι κραυγαί των μικροπωλητών, τώρα κατά την νύκτα σπανίως συναντάς κανένα περιπατητήν, ρομαντικόν της παρελθούσης γενεάς, ότε τα «έξοχα τα πνεύματα» εζήτουν την ερημίαν αντί των αγυιοπαίδων, οίτινες, σκαρφαλωμένοι εις τα δένδρα, απετέλουν συμπλέγματα γραφικά, διαπιστούντα την γνώμην ότι καταγόμεθα από τετράχειρας, τώρα επί των σκυθρωπών πλατάνων, διανυκτερεύει ο βύας και η κραυγή του διαχύνεται εις την ερημίαν, ως θλιβερά απήχησις της φωνής του Καλίτση.

Από το πρωί ακόμα, την Παρασκευήν, σαν εκύτταξε την Σύνοψιν, επάνω εις την πρωινήν του προσευχήν, τον κατέλαβε μία βαθυτάτη μελαγχολία, όταν είδε πώς εξημέρωνε ψυχοσάββατον εις την ερημίαν εκείνην, τόσον, οπού ελησμόνησε να δώση εργασίαν εις το πλήρωμα. Και σαν να του κακοφάνη ολίγον του πλοιάρχου, όστις ήτο αγανακτισμένος και από τον καιρόν.

«Και είπε· Γενηθήτω φως, και εγένετο φως». Αλλ' η δημιουργία είναι αναγκαία και αιώνιος, καθ' ότι ο Θεός αιωνίως καταλείπει την ερημίαν και απειρίαν αυτού, δημιουργεί, προσλαμβάνει διορισμούς, πέρατα, και εμφανίζεται εν τη φύσει, εν τω Υιώίνα πάλιν επιστρέψη εις εαυτόν. Η επιστροφή αυτή, το Πνεύμα, είναι βέβαια ο τέλειος τρόπος της υπάρξεως της ιδέας.

Και επανέλαβε πάλιν τας γλυκυτάτας τελευταίας στροφάς επί της λύρας μόνον, η χονδρή κάπως αλλά περιπαθής φωνή της οποίας, φερομένη εδώ κ' εκεί υπό της μεσονυκτίου πνοής, είχεν εξεγείρει την ποίμνην, ήτις με ποικίλους ήδη τόνους από της γηραιάς αιγός μέχρι του μικρού αιγιδίου συνώδευσε τα τελευταία του άσματος απηχήματα, δι' ου ετραγουδήθησαν εις την ερημίαν εκείνην τόσον συγκινητικώς τα Χριστούγεννα.

Την νύκτα όταν φέγγη γλυκά εκεί, μέσα εις την σιωπηλήν ερημίαν του πελάγους, θαρρείς και είναι κανδήλα ιερά ενώπιον αναμμένη του Γέρω-Άθωνος. Ω απερίγραπτον όνειρον πρωινόν. Αίφνης από μέσα από το πέλαγος προς ανατολάς κάτω, ανάπτει φως ερυθρόν· πυροφάνιον τερατώδες, τρίτωνός τινος τον οποίον τον επήρεν η ημέρα εις το ψάρευμα.

Εν γένει δε κατεδίκαζεν ως πρόωρον την Επανάστασιν και έβλεπε τα πάντα εις το μέλλον σκοτεινά και μαύρα. Αλλ' ήτο γέρων και ετρέφετο εις την ερημίαν με της πείρας και των βιβλίων τα διδάγματα. Μη θα εγίνετο ποτέ ουδαμού επανάστασις εάν δεν υπήρχον της νεότητος η τόλμη και η απειρία; Οι γέροντες φύσει κλίνουν προς την απραξίαν ή την αναβολήν συμβουλεύουν υπομονήν και φρόνησιν.

Αν δ' επλανήθην 'στών σοφών την μαύρην ερημίαν ως πρόβατον απολωλός ως έλαφος διψώσα, μικράν δεν ηύρα όασιν, μηδέ πηγήν καμμίαν, να δροσισθή το στήθος μου κι' η φλογερά μου γλώσσα. Κι' εκ των ερήμων έρχομαι ως γέρων κεκυφώς κι' είν' έγκυον το πνεύμα μου με χίλιαις δυο ψευτιαίς, ανέσπερον εζήτησα και καταυγάζον φως, αλλ' εις το τέλος μ' άφησαν με της κολοφωτιαίς.

Και επί του μικρού καταστρώματος του αλιευτικού πλοιαρίου, καθώς ελικνίζετο τούτο υπό των κυμάτων της τρικυμιώδους θαλάσσης, εδυνήθη να κοιμηθή. Και συχνά εις τας νύκτας εκείνας τας υπό τον έναστρον ουρανόν εις την ερημίαν, δεν θα είχεν άλλην στρωμνήν παρά την χλόην, ουκ' άλλο σκέπασμα παρά το ίδιον ιμάτιον.

Και ο Μήτρος ήθελε σύντροφον εις την ερημίαν εκείνην και ανίαν της αέργου διημερεύσεως και η Σμάλτω το ίδιον. Αντί των χειρών και των ποδών, τα οποία εκράτουν εις κουραστικήν ακινησίαν, να φλυαρή τουλάχιστον η γλώσσα και να τέρπηται η ακοή.

Είμεθα δε μόνοι εις την ερημίαν, ισχυρότερος δε είμ' εγώ και νεώτερος, εξ όλων δε τούτων άκουσε τι σου λέγω και μη θελήσης καθόλου διά της βίας μάλλον να λέγης ή με την θέλησίν σου. Σωκράτης Αλλά, καλότυχε Φαίδρε, γελοίος θα φανώ όταν αυτοσχεδιάζω διά τα ίδια πράγματα με τα οποία ησχολήθη δόκιμος συγγραφεύς.