United States or Barbados ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν και συνήθως εθήρευε τους επιβάτας, όπου τους εύρισκεν ο μπάρμπ’-Αλέξης, άπαξ ευρέθη εις την ανάγκην ν' αποποιηθή να παραλάβη επιβάτην εις την μικράν υπόσαθρον σκάφην του. Ιδού πώς: Ήτο κατά τας τελευταίας ημέρας του έτους 1870. Ο μπάρμπ’-Αλέξης ητοιμάζετο ν' αποπλεύση έκ τινος ερήμου ακτής της Φωκίδος, μελετών, αν δεν εύρη εν τω μεταξύ κανένα ναύλον, ν' απέλθη εις την μικράν νήσον του.

Ως προίκα του έδωκε μίαν οικίαν έρημον, ετοιμόρροπον, εις το παλαιόν Κάστρον, όπου εκατοικούσαν ένα καιρόν οι άνθρωποι, προ του 21. Του έδωκε και ένα ονόματι Μποστάνι, το οποίον ευρίσκετο ακριβώς έξω του ερήμου Κάστρου, επί τινος κρημνώδους ακτής, και απείχε τρεις ώρας από την σημερινήν πολίχνην.

Είχεν ακούσει πολλά να λέγουν γυναίκες ευλαβείς περί των αρετών του Γέροντος εκείνου, του παπ' Ακακίου, όστις προ ολίγου καιρού μόνον είχεν έλθει εις την νήσον, και είχε κατοικήσει εις τον Άγιον Σώστην, παλαιόν αναχωρητήριον μετά ερήμου ναΐσκου, το οποίον έκειτο επί μικρού θαλασσοπλήκτου βράχου, όστις απετέλει σκόπελον ή μικρόν νησίδιον παρά την βορείαν, μικρόν προς δυσμάς κλίνουσαν, κρημνώδη ακτήν, και με την άμπωτιν των υδάτων, το νησίδιον εγένετο μικρά χερσόνησος.

Και κατέμπροσθεν, ολίγον βορειοδυτικώς εις τον βράχον του Ερήμου Χωριού, απεσπασμένοι, βαπτισμένοι εις το κύμα δύο βράχοι παντέρημοι ανακύπτουσι.

Ήσαν και άλλοι πολλοί, μετά των οποίων μ 'εσχέτισεν η κοινή συμφορά και η συνεχής συνάντησις εις την αγοράν της Τήνου ή επί της ερήμου της Σύρου ακτής. Μεταξύ τούτων ήτο και ο αρραβωνιαστικός της πρεσβυτέρας των αδελφών μου, καταφυγών και αυτός εις Τήνον μετά Οδύσσειαν παθημάτων. Της νεωτέρας μου αδελφής ο μνηστήρ ηχμαλωτίσθη, ουδέποτε δε ηκούσθη τι απέγεινε.

Αι αίγες του Στάθη του Μπόζα, αίτινες είχον καταυλισθή ενόσω διήρκει η καταιγίς, υποκάτω εις το μέγα Κιόσκι, το σωζόμενον ακόμη του παλαιού ερήμου χωρίου, όπου το πάλαι συνήρχοντο όλοι οι προεστοί και εβουλεύοντο περί των κοινών, εξήλθον και αυταί διά να βοσκήσωσιν, άμα η καταιγίς έπαυσε.

Ούτω θα υπελείπετο επί των νεκρών της φαντασίας μου κόσμων μία μικρά χρυσαλλίς προσπετομένη επί των λειψάνων του ερήμου παρελθόντος μετά της αυτής φαιδρότητος και ευτυχίας, μεθ' ης εφιλοπαιγμόνει ότε τα λείψανα εκείνα ήσαν ακόμη δροσερά και μυροβόλα άνθη ποιητικού Παραδείσου. Έπειτα πάλιν εσκεπτόμην ότι ίσως δεν απώλετο έτι το παν.

Ο φιλόσοφος δεν ξύπνησε από τότε. Στο μάρμαρο του έρημου τάφου κάθονται δυο ανθρώποι. Το παλιό κιτρινισμένο μάρμαρο μέσα στο φως του φεγγαριού φαίνεται κατάλευκο σα χιόνι. Κι' ο γέρος λέει στο παιδί: — Κάτω απ' αυτό το μάρμαρο κοιμάται ο φιλόσοφος που είδε το θαύμα. Το παιδί χαϊδεύει το λευκό μάρμαρο με τα παχουλά του χεράκια. Κι' ο γέρος ανιστορεί την ιστορία του φιλοσόφου.

Πριν ή ποιήση ο Τάσσος την εν τη εποποιία του αμίμητον εκείνην περιγραφήν της ανυδρίας, των βασάνων της δίψης και των οπτασιών παχυχλόων λειμώνων και καταλειβομένων χειμάρρων, ηφ' ων κατείχοντο εν μέσω της φλεγούσης ερήμου οι σταυροφόροι, λέγεται ότι απείχεν ύδατος επί πέντε ημέρας.

Εισήλθομεν εντός οικίας ερήμου διά να δραπετεύσωμεν εκ των όπισθεν. Η νυξ ήτο σκοτεινή, διεκρίνετο όμως εκ του παραθύρου το κρημνώδες κάτω έδαφος. Εκρεμάσθη σχοινίον και κατέβην πρώτος εγώ. Έδεσα εις την ζώνην μου το σχοινίον και το εκράτουν εκ των χειρών, ενώ με κατεβίβαζον οι άνωθεν. Κατήλθον κατόπιν οι λοιποί άνδρες ανά είς, και επεριλάβομεν έπειτα τας καταβιβαζομένας γυναίκας και παιδία.