Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025


Μακρυνθέντος αυτού, επλησίασεν ο δεύτερος αλλά συνέβησαν τα αυτά. Ο δε καίων χρυσός, αφού απώθησε τους δύο τούτους, εσβέσθη όταν επλησίασεν ο τρίτος ο νεώτατος όστις τον έλαβε και τον έφερε εις την κατοικίαν του. Οι πρεσβύτεροι λοιπόν αδελφοί, εννοήσαντες τι εσήμαινε το θαύμα εκείνο, παρέδωκαν όλην την βασιλείαν εις τον νεώτατον.

Αλλ' ο Βινίκιος επλησίασεν εις αυτόν με πρόσωπον απειλητικόν και με φωνήν πνιγμένην είπε: — Τις σου λέγει ότι θα αποθάνης εκ της χειρός του Γλαύκου μάλλον ή εκ της ιδικής μου;

Ο σκοπός του αρχηγού ήτον να εμποδίση τους περί τον Φαληρέα εχθρούς του να συγκοινωνώσι με το λοιπόν στρατόπεδον του Κιουταχή. Μη διακρίνων καθαρά τον τόπον διά το βαθύ της νυκτός σκότος, ενόμισεν ότι επλησίασεν αρκετά εις τα άλλα οχυρώματα τα ανεγερθέντα από τους εις Φαληρέα Έλληνας, ώστε να αποκλεισθώσιν οι εχθροί· πλην ηπατήθη, και το πρωί την ερχομένην ημέραν είδε το λάθος.

Ναι, είπεν ο Θανάσης, όστις επείθετο ευκόλως εις ό,τι του έλεγον όλοι και μάλιστα ο Στάθης. — Βέβαια, επέφερεν ο Στάθης, με αυτόν τον τρόπον, θ' αποδείξη κι' αυτός πως μας εμπιστεύεται, όπως τον εμπιστευτήκαμε κ' εμείς. Άμα εξήλθεν ο πρωτότοκος αδελφός, εισήλθεν η Αφέντρα. Αύτη επλησίασεν εις την κλίνην του Θανάση, και ήρχισε να τον θωπεύη και να του γλυκομιλή.

Ο Πρωτόγυφτος με το υψηλόν και άκαμπτον αυτού σώμα, με την βαρείαν στάσιν και το απηνθρακωμένον πρόσωπον είχεν ολισθήσει λαθραίως και επλησίασεν εις την θύραν. Ο Πλήθων εξερχόμενος είδεν αυτόν και τω έκαμεν έν νεύμα δι' ου τω επέταττε ν' απομακρυνθή. Ο Πρωτόγυφτος ιδών το νεύμα εκείνο, έγεινεν ευθύς άφαντος, και έκτοτε δεν εφάνη πλέον επί του προσώπου της γης. Κεφάλαιον ιδιόγραφον.

Έπειτα ήσαν τα τρομερά εκείνα πράγματα, οι λίθινοι εκείνοι άνθρωποι, επτά ή οκτώ τον αριθμόν, οίτινες ίσταντο παρ' αλλήλους ακίνητοι και βλοσυροί και ουδέν είχον το φαιδρόν, αλλ' εφαίνοντο αλλόκοτοι την νύκτα. Η Αϊμά ελκυσμένη υπό του φόβου, ως υπό θελγήτρου τινός μυστηριώδους, έλαβε τον λύχνον και επλησίασεν εις τα αγάλματα. Την ημέραν δεν είχε περιεργασθή αυτά.

Είχεν έλθει άρρωστον εις τον κόσμον. Από την κοιλίαν της μητρός του, η φθορά το είχε παρακολουθήσει . . . Την στιγμήν εκείνην, σπασμωδικός βήχας ηκούσθη, και τα ξυπνητά όνειρα, αι αναμνήσεις, διεκόπησαν. Εκινήθη επί της πενιχράς στρωμνής, όπου ήτο ανακεκλιμένη, έκυψεν επί του παιδίου, και επροσπάθησε να δώση εις αυτό πρόχειρον βοήθειαν. Επλησίασεν εις το φως του λύχνου μικράν φιάλην.

Έπλεεν εξ ανατολών κ' επλησίαζε προς τον έρημον βράχον, εις το άσυλόν της. Η Φραγκογιαννού ησθάνθη σκίρτημα ελπίδος μέσα της. Εκρύβη όπισθεν της κορυφής του βράχου, διά να κατοπτεύση και ίδη αν θα εγνώριζε τους επιβαίνοντας. Όταν η φελλούκα επλησίασεν, είδεν ότι είς εκ των τριών επιβατών της, όστις έσυρε την «συρτήν» από της πρύμνης, εφόρει στρατιωτικήν στολήν.

Τότε Ξένος τις επλησίασεν αυτούς και τους ηρώτησε το αίτιον του κατηφούς των προσώπου και του τεταραγμένου των λόγων των. Εκείνοι εστάθησαν κ' εθεώρησαν δυσπίστως τον άγνωστον οδοιπόρον.

Η θαλασσία νύμφη επλησίασεν ηρέμα, δι' ομαλού κινήματος, προ τον δεσμώτην, και κτυπήσασα διά της ουράς τας αλύσεις, τας διέρρηξεν. Ο Αννίβας ευρέθη όρθιος και ελεύθερος εν ακαρεί. Εγονυπέτησεν αυτομάτως. Αλλ' η νύμφη διολισθήσασα ταχέως επήδησεν εις την θάλασσαν, περιρραίνουσα το κατάστρωμα δι' ύδατος και έγεινεν άφαντος. Ο Βελμίννης έμεινε κατάπληκτος, διαπορών μη ήτο όνειρον το συμβάν τούτο.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν