United States or Jamaica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και αν τις άμα εξέλθη από την κατοικίαν του ίδη ευνούχον ή πίθηκον, στρέφεται προς τα οπίσω και επανέρχεται εις την οικίαν του, διότι μαντεύει ότι δεν θ' αποβούν εις καλόν αι πράξεις του κατά την ημέραν εκείνην μετά τοιούτον κακόν συναπάντημα.

Η Χαδούλα είχε βαρυνθή την μονοτονίαν της Σκοτεινής Σπηλιάς, και είχεν αρχίσει ν' αδυνατίζη πολύ από την ανεπαρκή τροφήν. Έλαβεν απόφασιν, άμα φέξη καλά, να πάρη το καλαθάκι της, και να εξέλθη από το άσυλόν της, όπως διευθυνθή προς τον Άγιον Σώστην. Εκεί θα εξωμολογείτο όλα τα «πάθια της». Καιρός μετανοίας πλέον . . . Έφθασαν, έφθασαν, οι χωροφύλακες!

Όχι, Κυρία! είπε μετ' αξιοπρεπείας ο εν στολή Άρης, και αναστάς μετά επικής ηρεμίας έστρηψε τον μύστακα αυτού, και ητοιμάσθη να εξέλθη. — Τι; φεύγεις ; ηδυνήθη μόλις να ψελλίση η εγκαταλειπομένη νέα εκείνη Καλυψώ, και διά μικράς τινος οπής του κιβωτίου είδον την πορφύραν των παρειών αυτής σβεννυμένην υπό νέφος ωχρόν.

Αλλ' οι Αθηναίοι δεν άφησαν να εξέλθη κανείς Λακεδαιμόνιος, επροσκάλεσαν δε οι ίδιοι κήρυκας εκ της ηπείρου και, γενομένων επερωτήσεων δις ή τρις, ο τελευταίος από των εκ της ηπείρου Λακεδαιμονίων ελθών εις την νήσον είπεν ότι «οι Λακεδαιμόνιοι σας δίδουν εντολήν να σκεφθήτε μόνοι σας διά τον εαυτόν σας, μηδέν ατιμωτικόν πράττοντες». Ούτοι δε διασκεφθέντες παρέδωκαν τα όπλα και εαυτούς.

Και μη τούτο είνε αφύσικον; είνε τι το οποίον ο γνωρίζων την ανθρωπίνην καρδίαν θα καταδικάση; Το στάδιον του μεγίστου των προφυτών υπήρξε βραχύ και τραγικόν, θλιβερόν ημερολόγιον συμφοράς και εκλείψεως. Και πριν εξέλθη ο Ιησούς εν τω πληρώματι της εξουσίας Του, η ισχύς και η δύναμις του Ιωάννου είχεν ωχριάσει ως αστήρ προ της ανατολής.

Την ώραν εκείνην ήκουσε μεμακρυσμένους κωδωνίσκους να ηχούν, και συγχρόνως είδε μακρόθεν να κατέρχεται ένα κοπάδι. Πάραυτα εσκέφθη ότι, αν δεν προλάβη ευθύς να εξέλθη από την μικράν χαράδραν, μετ' ολίγον η κρύπτη της θ' ανακαλυφθή εξ άπαντος.

Ώθησε δε τον Βούγκον προς την θύραν και εβίασε αυτόν να εξέλθη, μηδέν εννοούντα. Αφού εξήλθε και ούτος, έσπευσεν ο Πρωτόγυφτος ν' αποσπάση μίαν πλίνθον εκ της καμίνου, ης το μυστικόν ήτο εις αυτόν μόνον γνωστόν, και έκρυψεν εκεί τα αστράπτοντα φλωρία. Είτα έλαβε την φιάλην του οίνου μετά του ποτηρίου και εξήλθε.

Ο μεν Λάμπρος εσκέπτετο ότι ο Μανώλης, τελευταίος ελθών, ήτο αδιάκριτος, και επομένως ώφειλε να τους αφήση ησύχους να τελειώσουν την συνδιάλεξιν ην είχον ή υπετίθετο ότι είχον μετά του οικοδεσπότου, ο δε Μανώλης εφρόνει ότι, αφού ήλθε τελευταίος, τελευταίος έπρεπε και να απέλθη. Τέλος ο Λάμπρος εσκέφθη ότι η σκηνή αύτη έπρεπε να λάβη πέρας, και όπως ευπροσώπως εξέλθη εκ της δυσχερούς θέσεως·

Εσηκώνετο, εκάθητο, έβλεπεν από το παράθυρον, αλλά δεν εφαίνετο ο Λιάκος. Επροσπάθει ν' αναγνώση, αλλά δεν ηδύνατο να προσηλώση την προσοχήν του εις το βιβλίον και το έκλειε πάλιν. Τι μαρτύριον! Εν τούτοις ήλθεν η συνήθης ώρα του περιπάτου. Ο Κ. Πλατέας εκάθητο επί ακανθών. Δεν ηδύνατο να μείνη πλέον εντός της οικίας περιμένων τον Λιάκον. Απεφάσισε να εξέλθη.

Αλλ’ αντί τούτου εύρε μόνον ξύλινον αγαλμάτιον της Θεοτόκου, εναποτεθειμένον εις κοίλωμα δένδρου, από το οποίον έκαιε μία των θαυμασίων εκείνων λυχνιών, ων το έλαιον ουδέποτε εξηντλείτο κατά τους τότε αγιογράφους ή κατ' άλλους ανενεούτο καθ’ εκάστην από των αγγέλων. Προ του, αγάλματος τούτου καταπεσούσα η Ιωάννα ηυχήθη εις την Παρθένον, ζητούσα προστασίαν και οδηγόν, ίνα εξέλθη του λαβυρίνθου.