United States or Belize ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εάν, είπε, μου δώσης θέσιν μετά αυτόν τον άνθρωπον, Αρισταίνετε, τον Επικούρειον, διά να μη είπω τίποτε άλλο κακόν περί αυτού, φεύγω και εγκαταλείπω το συμπόσιόν σου. Και συγχρόνως εκάλεσε τον υπηρέτην του και εφαίνετο έτοιμος να εξέλθη.

Ούτε πάλιν είχε χρείαν να κατέχη όργανόν τι , ίνα δι' αυτού δέχηται εντός εαυτού την τροφήν και αποβάλλη την πρότερον χωνευθείσαν, διότι ουδέν ηδύνατο να εξέλθη ούτε να εισέλθη εις αυτό από κανέν μέρος, επειδή και ουδέν υπήρχε.

Απεφάσισαν επίσης να μη αφήσουν πλέον κανένα να εξέλθη της πόλεως, αλλά να αποκριθούν από του τείχους ότι είναι αδύνατον εις αυτούς να πράξουν όσα προτείνουν οι Λακεδαιμόνιοι. Τοιαύτη υπήρξεν η απόκρισίς των.

Να χαθή, ο αφωρισμένος, που θέλει λεφτά! είπον μετά θυμού. Η ανάγκη τον έκαμε μίαν ημέραν και απεφάσισε να εξέλθη εις την αγοράν και ζητήση εργασίαν. Ήτο μεγάλη έλλειψις εργατών και τα κτήματα είχον ανάγκην να σκαφούν διότι ήρχιζαν ν' ανοίγουν. — Θα με ιδούν πώς έγεινα και θα με λυπηθούν διελογίσθη ο Δημήτρης. Και εξήλθε με την αξίναν του εις την αγοράν.

Καθ'όλην την νύκτα περιεφέρετο εις την αυλήν ο άθλιος μη δυνάμενος να εξέλθη, ως να ευρίσκετο εις λαβύρινθον, έως ου εξημέρωσε και συνελήφθη με τα κλοπιμαία. Και τότε μεν έφαγεν όχι ολίγον ξύλον, έζησε δε ολίγον καιρόν ακόμη και απέθανεν αθλίως, διότι, ως έλεγε, κάθε νύκτα τον έδερνεν ο Πέλιχος, ούτως ώστε την επιούσαν εφαίνοντο τα σημάδια εις το σώμα του.

Όλη η αισχύνη των κατ' Αυτού χλευασμών, όλη η αγωνία της βασάνου Του, υπήρξαν ανίσχυρα, πέντε ημέρας ύστερον, ν' αποσπάσωσιν απ' Αυτού ένα γογγυσμόν, ή να υγράνωσι τα βλέφαρά του μ' έν δάκρυ· αλλ' εδώ, όλος ο οίκτος όστις ήτο εντός Του κατεκυρίευσε την ανθρωπίνην ψυχήν Του, και ου μόνον έκλαυσεν, αλλ' ερράγη εις πάθος σχετλιασμού, εν ώ η φωνή πνιγομένη εφαίνετο παλαίουσα ίνα εξέλθη.

Η εσπέρα ήτο θερμή και είχαμεν εξέλθη ν' αναπνεύσωμεν εις τον εξώστην μετά το δείπνον. Δεν ενθυμούμαι άλλην φωτεινοτέραν λάμψιν πανσελήνου, ούτε τοιούτον της θαλάσσης σπινθηρισμόν ούτε ευωδεστέρας του δάσους και των κήπων αναθυμιάσεις.

Την ώραν καθ' ην είχον εξέλθη της πόλεως ο καπετάν Θοδωρής, η Γερακούλα και αι τέσσαρες θυγατέρες των, αυγή-αυγή, τέσσαρες οπλοφόροι επεβιβάζοντο είς τινα σκοτεινόν και απότομον της Κεχρεάς ορμίσκον, Μανδράκι καλούμενον, προς τας δυτικάς της νήσου ακτάς.

20 Οκτωβρίου. Χθες εφθάσαμεν έξω. Ο πρέσβυς είναι άρρωστος, και δεν θα εξέλθη επομένως επί μερικάς ημέρας. Να μη ήτο τόσον δύστροπος, όλα θα πήγαιναν καλά. Παρατηρώ, παρατηρώ, η τύχη μού έδωκε σκληράς δοκιμασίας. Αλλά θάρρος! Ένα ελαφρόν πνεύμα υποφέρει το παν! Ελαφρόν πνεύμα; αυτό με κάμνει να γελώ, πώς η λέξις έρχεται εις την γραφίδα μου.

Ποιος σου το είπε; Ο Πρωτόγυφτος ηδύνατο εκ του διαλόγου τούτου να λάβη αφορμήν, όπως την ερωτήση πώς ευρέθη εκεί, και πώς κατώρθωσε να εξέλθη εκ του Μοναστηρίου, ακολουθήσασα τον άνθρωπον εκείνον. Αλλ' όμως δεν έπραξε τούτο. Ίσως επεθύμει ν' αποφύγη πάσαν αφορμήν προς εξήγησιν. Η Αϊμά τον ηρώτησε·Και ποιος ήτον; — Δεν τον γνωρίζω. Ο Γύφτος έλεγε την άλήθειαν.