United States or Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και της έκαμναν προικιά και πανωπροίκια. Διά τούτο και ενίκησεν αυτή. Άμα ενύκτωσεν, η Αφέντρα ήναψε τον λύχνον, έκλεισε την πόρταν της και πλύνασα τα αγρολάχανα, τα έβαλεν εις το μικρόν χάλκωμα, έχυσε νερόν εντός, έρριψε ξηρά ξύλα εις την εστίαν, και ανεβίβασε το χάλκωμα εις την πυροστιάν· είτα ήρχισε να φυσά το πυρ.

Και την ερχομένην ημέραν εβγήκεν εις το κυνήγι, εις το οποίον εκήρυξαν πως έχουν να διατρίψουν διάφορες ημέρες έξω μακράν και όταν ενύκτωσεν, έμειναν έξω εις τα λιβάδια, και επρόσταξε τον βεζύρην του να μείνη εκεί με όλον το στράτευμα, έως που να γυρίση αυτός εις ολίγας ημέρας.

Όταν ενύκτωσεν, άρχισαν να βγαίνουν έξω και να περιπατούν εκείνοι οι φοβεροί δράκοντες και τα συρίσματά τους και η φοβερά βοή με έβαλον εις μεγάλον φόβον και τρόμον όλην εκείνην την νύκτα, τόσον που έμεινα ημιθανής και απηλπισμένος από την ζωήν μου χωρίς να αποκοιμηθώ παντελώς.

Άμα ενύκτωσεν οπωσούν και συνήλθον όλοι οι στρατιώται, διώρισεν ο Καραϊσκάκης ν' ανάψωσι φωτίας όσας πλειοτέρας δυνηθώσι, διά να φανερώσωσι τον ερχομόν των εις του εχθρούς και να τους παρουσιάσωσι την δύναμίν των μεγαλειτέραν απ' ό, τι πραγματικώς ήτον. Οι εχθροί όμως είχον ήδη πληροφορηθή περί τούτων από δύω ιππείς προαποσταλέντας επίτηδες από τους εις Μενίδι ευρισκομένους Τούρκους.

Όλες οι νέες εξανάρχισαν να χορεύουν, να λαλούν, και να κάνουν κάθε λογής παιχνίδια, έως που ήλθεν η νύκτα. Και αφού ενύκτωσεν άναψαν διάφορα κηρία και λαμπάδες και εις το αναμεταξύ που ετοίμαζαν το δείπνον, η κυρά και ο Κουλούφ ευρίσκονταν μαζί, και εσυνομιλούσαν διάφορες υποθέσεις του βασιλέως· και ανάμεσα εις τες άλλες η κυρά τον εξέταζεν αν αυτός ο βασιλεύς είχεν εύμορφες σκλάβες.

Γενομένης δεκτής της γνώμης ταύτης, τα πάντα εξετελέσθησαν συμφώνως με αυτήν. Όχι μόνον δε τότε, αλλά και μετέπειτα, καθ' όλον το στάδιόν του, ο Φρύνιχος επέδειξε σύνεσιν. Και οι μεν Αθηναίοι την ιδίαν ημέραν, μόλις ενύκτωσεν, αφήνοντες ατελή την νίκην των ανεχώρησαν από της Μιλήτου, και οι Αργείοι, μανιώδεις διά την αποτυχίαν των, απέπλευσαν εκ της Σάμου εις τα ίδια.

Αγωγιάτης ήρχετο, μεταφέρων εις τα χωρίον δύο φορτία ελαιών επί δύο ζωηρών ημιόνων, οίτινες σπεύδοντες, ως να εννόησαν ότι ενύκτωσεν, ελάκτιζον διά των οπισθίων ποδών τας ξηράς εν τη οδώ κλάρας, ταράσσοντες τα μικρά πτηνά, τα οποία εισέδυον πλέον εις τας κατοικίας των.

Και την μεν ημέραν δεν εβλέπαμεν τίποτε έξω του τόπου εκείνου, άμα δ' ενύκτωσεν εφάνησαν και άλλαι πολλαί νήσοι πλησίον, άλλαι μεγαλείτεραι και άλλαι μικρότεραι, έχουσαι το χρώμα του πυρός• κάτω δε διεκρίνετο και άλλη γη με πόλεις και ποταμούς, με θαλάσσας, δάση και όρη. Εσυμπεραίναμεν ότι αυτή ήτον η γη, εις την οποίαν κατοικούμεν.

Η ψυχή του απέκρουε λοιπόν την ιδέαν της απαλλοτριώσεως της χρυσής του καδένας. Τω εφαίνετο σκληρά αχαριστία προς το θαυματουργόν εκείνο καλλιτέχνημα, αντανακλώσα εις την Χάριν αυτήν του Θεού όπου το είχεν αγιάσει τόσον. Ενύκτωσεν. Εκάθισε να φάγη δήθεν. Η Θωμαή παρεκάθητο λυπημένη, άφωνος, με την μανδήλαν της καταιβασμένην. Η γραία έμεινε κάτω εις το μαγαζείον, ανοικτόν ακόμη.

Ανύψωσεν είτα προς ουρανόν μεμψίμοιρον βλέμμα, αλλ' ουδεμία εκ των εκεί αγίων κατέβη να προσφέρη εις αυτόν τα χείλη της προς παρηγορίαν, ως ο Βάκχος εις την Αριάδνην^ έπειτα ο Φρουμέντιος δεν ήτο γυνή, και τις οίδεν αν, εις ην ευρίσκετο διάθεσιν, δεν ήθελεν αγροίκως απωθήσει και αυτήν την Αγ. Θαΐδα ή την ξανθήν Μαγδαληνήν; Ότε ενύκτωσεν, επέστρεψε και πάλιν εις το σπήλαιον.