United States or Lithuania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μοι είπον δε ότι αι θαλάσσιοι Γοργόνες, δι' ων χθες και πρώην έστιζον κατ' έθος τα στήθη και τας ωλένας πολλοί των ημετέρων ναυτικών, έχουσι την αρχήν εκ του διηγήματος τούτου. Το πένθιμον τέλος. Σκότος βαθύ εκάλυπτε πάσαν την γην, και η Αϊμά είχεν εισέλθει μετά του πατρός της εις το καταφύγιον εκείνο. Η νέα εξεπλάγη εκ του ασυνήθους τούτου εσωτερικού.

Αλλ' η ώρα Του δεν είχεν έλθη ακόμη, κ' εκείνοι εσώθησαν από έν έγκλημα το οποίον θα τους εκάλυπτε με αιωνίαν ατιμίαν. «Διήλθε διά μέσου αυτών και απήλθε». Δεν είναι ανάγκη να υποθέσωμεν ότι έγεινε πραγματικόν θαύμα, ακόμη ολιγώτερον να φαντασθώμεν κρυφίαν και αιφνιδίαν εκφυγήν ανά τους στενούς και ελικοειδείς δρομίσκους της πολίχνης.

Επετάχθη αμέσως, βιαιότερος τώρα ο καπετάν-Φώκας, ως να τον ώθησε κανείς, και ανήλθεν επάνω εις το κατάστρωμα. Μαύρη νυξ εκάλυπτε τον λιμένα της ερημίας εκείνης, ηρεμούντα, οπού φώτα αμυδρά εδώ κ' εκεί έφεγγον, τα φώτα των καταφυγόντων εν αυτώ πλοίων.

Και η μεν Ελένη έκλαιε και εντρέπετο και εκάλυπτε το πρόσωπον της• ο δε Ραδάμανθυς ανέκρινε τους μετά του Κινύρα και ηρώτησε μήπως είχον και άλλους συνενόχους• αφού δε ουδένα εμαρτύρησαν, τους εμαστίγωσαν με μολόχαν, έπειτα τους έδεσεν εκ των αιδοίων• και τους απέπεμψεν εις την κόλασιν.

Εκάθητο και ηγείρετο άνευ λόγου, εζωγράφει παντοειδείς χιμαιρικάς εικόνας επί του ερυθρού στυπποχάρτου όπερ εκάλυπτε την τράπεζάν του, εμονολόγει πολλάκις ασυνάρτητα και ακατάληπτα, και έβλεπεν αδιακόπως το ωρολόγιόν του.

Δεν ηδύνατο να αναγνωρίση την ατραπόν, εις την οποίαν ευρίσκετο. Έτρεχεν ως άνθρωπος μεθυσμένος, παραπαίων από την μίαν πλευράν της οδού εις την άλλην . . . . Νέφος εκάλυπτε την έξοδον της οδού. «Εάν είναι καπνός, εσκέφθη, δεν θα δυνηθώ να περάσω». Μετεχειρίσθη όλας τας δυνάμεις, αίτινες τω απέμειναν.

Εισήλθε δε γυνή υψηλή, εύσωμος, φέρουσα τα σημεία του γήρως επί της μορφής. Αλλά το γήρας τούτο ήτο ιλαρόν και εύχαρι. Υπό τον λευκόν κρήδεμνον, όστις εκάλυπτε την κεφαλήν, εφαίνοντο οι πολιοί βόστρυχοι της κόμης, στιλπνοί και οιονεί επάργυροι. Εφόρει δε ποδήρη εσθήτα φαιάν και κιτρινοβαφή. Η Αϊμά την παρετήρησε μετά περιέργειας. Ήτο η πρώτη φορά καθ' ην έβλεπε την γυναίκα ταύτην.

Περί μεσημβρίαν ελλιμενίσθημεν εις Σιβιταβέκιαν. Δεν απεβιβάσθην εκεί. Έμεινα εντός του πλοίου. Προς το εσπέρας ο γέρων κρατών εις την αγκάλην το πτώμα της θυγατρός του, ως μήτηρ φέρουσα βρέφος κοιμώμενον, κατέβη την κλίμακα του ατμοπλοίου. Πέπλος λευκός εκάλυπτε την νεκράν από κεφαλής μέχρι ποδών.

Και διατεθείς έτι μάλλον ευθυμότερον, μου διηγήθη δύο τρεις ιστορίας απνευστεί, την μίαν κατόπιν της άλλης, επί των πολιτικών της ημέρας. Τον έβλεπα διηγούμενον κ' εδοκίμαζα ταυτοχρόνως δύο αντίθετα αισθήματα. Απορίαν μεγάλην διά την αισιοδοξίαν του, ήτις ουδέποτε τον είχε δικαιώση και ένα είδος οίκτου διά την πενιχράν περιβολήν. ήτις εκάλυπτε μίαν τόσον ευγενή ύπαρξιν.