United States or Italy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καθ' ην στιγμήν είχεν εισέλθει ο Γύφτος εις την καλύβην και προτού να εξέλθωσιν οι δύο νέοι εξ αυτής, ο ξένος ήρχισε συνδιάλεξιν με την Γύφτισσαν. — Δεν μου λες, μαστόρισσα, εκείνη εκεί... Και έδειξε την Αϊμάν. — Τι; είπεν η Γύφτισσα. — Εκείνη η κόρη, επανέλαβεν ο ξένος. — Ποία είνε; — Ποία είνε; — Ναι. — Είνε η Αϊμά. — Αϊμά; — Ναι. — Είνε το όνομά της; — Βέβαια. — Και τι όνομα είνε αυτό;

Η Βεάτη μόλις επρόφθασε να κρυφθή όπισθεν της θύρας, δι' ης είχεν εισέλθει, και είχεν αφήσει αυτήν ανοικτήν. Διενοήθη ότι πρέπει να ήτο η ηγουμένη αυτή ήτις ήρχετο. — Ποίος ήνοιξε αυτήν την πόρτα; ηκούσθη μορμυρίζουσα φωνή τις. Εγώ την άφησα ανοικτή; Παναγία μου! Μη χειρότερα! Μη ήρθεν ο βρυκόλακας; Η Βεάτη ανεγνώρισε την γυναίκα ταύτην. Δεν ήτο η ηγουμένη.

Και ήτο μεν πεπεισμένη, ότι ο μυστηριώδης εκείνος ξένος ήτο άνθρωπος ως αυτή, διότι η θετικωτέρα των αισθήσεων, η αφή, την είχε ικανώς διδάξει τούτο· αλλ' είχεν όμως την περιέργειαν να ίδη, πώς ο άνθρωπος αυτός ήθελεν εισέλθει εις μέγαρον, το οποίον ούτε εισόδους είχεν ούτε εξόδους.

Προσέθηκαν δε ότι ένεκα μίσους εναντίον των Λακεδαιμονίων πολλαί πόλεις ήθελον εισέλθει εις την συμμαχίαν ταύτην. Και οι μεν Κορίνθιοι ταύτα συμβουλεύσαντες επέστρεψαν εις τα ίδια. Οι δε Αργείοι ακούσαντες ανεκοίνωσαν τα λεχθέντα εις τους άρχοντας και εις τον δήμο.

Ο φίλος ούτος είχε προς τοις άλλοις το σπάνιον προτέρημα να μη αποβάλλη ευκόλως την αταραξίαν εις τας δυσκόλους περιστάσεις. Ο μπάρμπα Κατούνας, ότε είδε τα πράγματα στενά, καθ' ην στιγμήν είχεν εισέλθει εις το καπηλείον ο εκατόνταρχος μετά των υπ' αυτόν ανδρών, δεν έχασε καιρόν.

Εξηκολούθησαν τον δρόμον των και ως συνήθως εισήλθον εις τον Ναόν· και μόλις είχον εισέλθει όταν τους συνήντησε μία άλλη ένδειξις του σφοδρού πνεύματος της αντιστάσεως το οποίον ενέπνευσε τους άρχοντας της Ιερουσαλήμ. Μία πρεσβεία τους επλησίασε, επιβλητική κατά τε τον αριθμόν και την επισημότητα.

Μοι είπον δε ότι αι θαλάσσιοι Γοργόνες, δι' ων χθες και πρώην έστιζον κατ' έθος τα στήθη και τας ωλένας πολλοί των ημετέρων ναυτικών, έχουσι την αρχήν εκ του διηγήματος τούτου. Το πένθιμον τέλος. Σκότος βαθύ εκάλυπτε πάσαν την γην, και η Αϊμά είχεν εισέλθει μετά του πατρός της εις το καταφύγιον εκείνο. Η νέα εξεπλάγη εκ του ασυνήθους τούτου εσωτερικού.

Ύστερ' απ' ολίγο, αφ' ου είχομεν ημείς εισέλθει, κατόπιν εμβήκεν έπειτα και ο Αλκιβιάδης ο ωραίος, καθώς συ λέγεις και εγώ το παραδέχομαι, και ο Κριτίας ο υιός του Καλαίσχρου. Ημείς λοιπόν καθώς εμβήκαμεν, αφ' ου ακόμη ολίγον εχρονοτριβήσαμεν και παρετηρήσαμεν αυτά, επλησιάσαμεν προς τον Πρωταγόραν και εγώ είπα. Σωκράτης Πρωταγόρα, και εγώ και αυτός εδώ ο Ιπποκράτης ήλθομεν προς σε.