United States or Mayotte ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΜΑΚΔΩΦ Να κυβερνάς; — Ούτε να ζης! — Πατρίς δυστυχισμένη, με τύραννον παράνομοντο αίμα θρονιασμένον, πότε, ω! πότε θα ιδής καλάς ημέρας πάλιν, αφού αυτός, του θρόνου σου το γνήσιον βλαστάρι, τον εαυτόν του μόνος του τον αναθεματίζει και βλασφημεί το γένος του και την καταγωγήν του! — Ο Δώγκαν, ο πατέρας σου, αγίασετον θρόνον, κ' η μάννα που σ' εγέννησε, εις όλην την ζωήν της συχνότερατα γόνατα παράτα πόδια ήτον και καθ' ημέραν κι' ώραν της απέθνησκε ! — Θα φύγω!

Αλλά βλέπω να προχωρά προς τανάκτορα το ζεύγος το οποίον είναι τόσον στενά συνδεδεμένον με μίαν απόλαυσιν θανατικών. Ω δυστυχισμένη γυναίκα και συ άμοιρο παιδί, που πεθαίνεις, διά να πληρώσης τον γάμον της μητέρας σου, ενώ είσαι αθώον συ και τίποτε κακόν δεν έκαμες εις τους βασιλείς! ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Ιδού εγώ με αρματωμένα τα χέρια από τους βρόχους κατεβαίνω εις τον κάτω κόσμον.

Πίσω από τους καλοκλεισμένους πύργους, η Ιζόλδη η Ξανθή λυώνει κι' αυτή, πειο πολύ δυστυχισμένη ακόμη: γιατί ανάμεσα στους ξένους που την παραμονεύουν είναι αναγκασμένη να φαίνεται διαρκώς χαρούμενη και γελαστή. Και τη νύχτα, ξαπλωμένη στο πλευρό του Βασιληά Μάρκου, αναγκάζεται να δαμάζη ακίνητη την ταραχή των μελών της και της ανατριχίλες του πυρετού. Θέλει να φύγη προς τον Τριστάνο.

Εις το αναμεταξύ που ο εξωτικός έτσι μου ωμιλούσεν, εγώ έστεκα δοσμένη εις κλαύματα και εις παράπονα. Δυστυχισμένη Μάλκα, έλεγα.

Τι; δράμα θα παίξωμεν; Δεν δυνάμεθα όλοι, όπως αυτοί, ν' απαγγέλλωμεν στίχους τραγικούς, διά να σε συνοδεύσωμεν. Δεν έχομεν καταπιή όλον τον Ευριπίδην. Αλλά μη νομίζης ότι δεν γνωρίζω την αιτίαν της λύπης σου. ΖΕΥΣ. Δυστυχισμένη• αν ήξευρες θάκλαιγες και θα εθρήνεις.

Έπταια εγώ ότι, ενώ τα ιδιότροπα θέλγητρα της αδελφής της μου παρείχαν ευχάριστον διασκέδασιν, εγεννήθη ένα αίσθημα, πάθος εις την δυστυχισμένη της καρδιά; Και όμως είμαι εντελώς αθώος.

Εγώ μην έχοντάς τον τρόπον διά να φύγω, επειδή και η τριχιά ήτον εις τον άλλον οντάν, επήγα και εκρύφθηκα υποκάτω εις το θρονί· και η Δαρδανέ επήγε και άνοιξε την θύραν και ευθύς εμπήκεν ο Σουλτάνος με πλήθος ευνούχων και δούλων και ωσάν την είδεν εφώναξεν· ω δυστυχισμένη, ποίος άνθρωπος ευρίσκεται εδώ μαζί σου; οι φύλακες του παλατίου μου είδαν πως ανέβη ένας εδώ και εμπήκεν από το παραθύρι.

Διά ποίαν αιτίαν ζητείς τον θάνατον μου; Ποίαν πόλιν επρόδωσα, ποίον από τα παιδιά σου εσκότωσα, πού έβαλα πυρκαϊάν; Διά της βίας εκοιμήθην με τον κύριόν μου και φονεύεις εμέ αντί εκείνου ο οποίος είναι η αιτία; Αφήνεις την αρχήν και φέρεσαι εναντίον του αποτελέσματος; Ω, τι δυστυχία είναι αυτή! Δυστυχισμένη μου πατρίς, πόσα υποφέρω!