United States or Zimbabwe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε ο ισόθεος θνητός, και στ' όμορφο του αμάξι 310 έβαλε μέσα τα σφαχτά, κι' ανέβηκε κι' ατός του, έπειτα πίσω τέντωσε τα γιαλισμένα γκέμια. Σιμά του κι' ο Αντήνορας ανέβηκε στ' αμάξι. Αφτοί έτσι γύριζαν λοιπόν στο κάστρο ξαναπίσω· Κι' ο Έχτορας κι' ο θεϊκός Δυσσέας πρώτα πρώτα μετρούσαν την απόσταση.

Ένας τόπος αλάκερος, ανθρώποι νοικοκυραίοι, που δε γύριζαν να φτύσουν, με το συμπάθειο, απάνω του, καπετανέοι που κουβαλούσαν το χρυσάφι με τα τσουβάλια, καπετάνισσες, που δε σήκωναν τα μάτια να τον κυττάξουν στις καλές τις μέρες, ένας τόπος αλάκερος, κύριε έφορα, κρεμαστήκαμε μαθές από τα γένεια του Τρακοσάρη. Ο νεόφερτος υπάλληλος δεν μπορούσε ακόμα να καταλάβη τι ήθελε να πη ο Μπαρμπα-Νικόλας.

Ίσως έπρεπε να τονέ χωρίσουμε σε τρία και να του βάλουμε κ' ένα μέρος Ασιατικό. Τι παράξενο όμως· η πατρίδα του, οι γονιοί του, η αναθροφή του στην Αυλή του Διοκλητιανού, κατακεί τονέ γύριζαν όλα. Δεν είταν και τέτοιος ο Χριστιανισμός του που να τις μετριάζη τις Ασιατικές του συνήθειες.

Με τον καιρό ρήμαξε, άρχισε να γκρεμίζεται, και μόνο τα πινά του έστεκαν ακόμα, σα μαδημένες φτερούγες, που γύριζαν ανώφελα και λυπητερά, σα φυσούσε δυνατός αέρας, απάνω από το χάλασμα.

Οι βιολιτζήδες κατέβαιναν απ' το βουνό, με τα όργανα τυλιγμένα μέσα σε μαβιές, πάνινες θήκες, κάτω απ' τη μασχάλη, σκονισμένοι, βιαστικοί, να φθάσουν κάτω στο γυαλό. Γύριζαν ψηλά απ' το χωριό ξενυχτισμένοι σε ξεφαντώματα.

Ο κόσμος περνούσε ακόμα, πιο λιγοστός. Άλλοι γύριζαν πάλι απ' τον περίπατό τους με βήμα αργό και κουρασμένο. Και μου φαινότανε πως όλοι με κύτταζαν και κρυφογελούσαν για την ανοησία μου, σαν να ξέρανε το κάμωμά μου. Ο ζητιάνος ήτανε ακόμα καθισμένος στη ρίζα της πιπεριάς. Μου φάνηκε πως με κύτταζε κι' αυτός και κρυφογελούσε για τη δειλία μου.

Πέρα από τα πράσινα αμπέλια και τ' ασημωμένα λιοστάσια των Σαλώνων οι τρυγητές γυναίκες κι άντρες γύριζαν μπλούκια, μπλούκια προς την Ιτιά. Κάρρα και ζώα, άμαξες κατέβαιναν. Κ' οι καμήλες κατάψηλες κι άχαρες, ξαπλόνουνταν αποσταμένες στην ακροθαλασσιά, κι άνοιγαν θεόρατες τις μασέλες τους, και ρουφούσαν ηδονικά κι αυτές τη δρόσο της βραδιάς.