Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025
Τότε για να καταλάβη καλύτερα πήγε στο δεξί της θύρας, σήκωσε το σκέπασμα από τον καθρέφτη και για πρώτη φορά, αφόντας ξενιτεύτηκε ο Γιάννης της, κύτταξε μέσα το πρόσωπό της. Είδε τα μαλλιά της κάτασπρα βαμβάκι και το πρόσωπό της, πρόσωπο βάβως! Όλη η δροσιά του προσώπου της είταν φευγάτη! Αναστέναξε μες από την καρδιά της, κι' είπε με καημό μεγάλο: — Γέρασα η καημένη, και δεν τώξερα!
Συχνά όμως μέσα εις τους πόνους του ανεστέναζεν. — Αχ! έλεγε, δύο χρονιές κατά σειράν έσπειρα το χωράφι μου σιτάρι, και το ψωμί δεν μου έλειψεν· εφέτος έπρεπε ν' αλλάξω την σπορά για να μη αδυνατίσει παραπάνω η γη, και την έσπειρα με σπόρο βαμβακιάς. Θα εκέρδιζα και μ' αυτό όσο για να ζήσω, αλλά δεν θ' αξιωθώ ούτε να μαζεύσω το βαμβάκι, ούτε να το καθαρίσω ....
— Φέρνω εις την μητέρα μου μαλλί πολύ και βαμβάκι, και εις την Βασιλικήν κάστανα, εσυλλογίζετο καθώς επλησίαζεν· ας εύρισκα και τον πατέρα μου με βαρκούλα ιδικήν του! Αυτό επιθυμεί η καρδιά μου! Ενύκτωνε πλέον, η σελήνη ανέτελλεν εκείνην την στιγμήν επάνω από το βουνό, όταν διά μιας ένα μεγάλο βάρος εις την τσέπην της την έκαμε να σταματήση, χωρίς να θέλη. Ήτο το καρύδι της! Το ενθυμήθη τότε.
Αλλ' όταν ο παππούς, εντελώς πλέον καλά και ζεστά ενδυμένος, εσύναξε με την βοήθειαν της εγγονής του το βαμβάκι από το χωράφι, είχεν έλθη πλέον και ο καιρός να επιστρέψη η Φωτεινή εις τους γονείς της· λυπημένος τώρα ο παππούς εκάθητο εις μίαν γωνίαν της καλύβης κ' εκαθάριζε μ' ένα ξύλινον τροχόν το βαμβάκι από τους κόκκους του.
Ένα μεγάλο πλοίον, όχι βάρκα, αλλά πλοίον σωστό και στερεό ήτον εμπρός του και δέματα μεγάλα και αμέτρητα από βαμβάκι εγέμιζαν όλον τον δρόμον· και στοίβες από μαλλί ήσαν αραδιασμένες σαν βουνάκια πέρα και πέρα. Η μητέρα από την χαράν της ήρχισε να κλαίη. — Πώς μας τα έφερες όλα αυτά; ερωτούσαν όλοι μαζί την Φωτεινήν. Εκείνη διηγήθη την ιστορίαν της.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν