Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Ιουλίου 2025


Τούτων τινά υψούντο γραφικώς επί υπερηφάνων βράχων και επί σκοπέλων παρά τον αιγιαλόν, εν τη θαλάσση, χρυσιζόμενα το θέρος υπ' απλέτου φωτός, βρεχόμενα τον χειμώνα υπό των κυμάτων, άτινα μαινόμενος Βορράς ετάραττε και ανετίναζεν, οργώνων ανενδότως το πέλαγος εκείνο, σπείρων εις τους αιγιαλούς ναυάγια και συντρίμματα, αλέθων τους γρανίτας εις άμμον, ζυμώνων την άμμον εις βράχους και σταλακτίτας, εκλικμίζων τον αφρόν εις ακτινωτούς ραντισμούς.

Και ούτως επήγα εις τον αιγιαλόν, διά να ερωτήσω αν ήτο κανένα καράβι διά να μισεύη διά τες Ινδίες· και ευρίσκοντας ένα, που έμελλε εις ολίγας ημέρας να μισεύση, εχάρην εις αυτήν την συναπάντησιν· Ως τόσον επερνούσα τες ημέρες μου εις μεγαλωτάτην θλίψιν, έως που να έλθη η ημέρα του μισευμού μου, και ο Αμπίμπης δεν έλειπε με κάθε τρόπον που να πασκίση να κάμη να μου διαβή αυτή η θλίψις· μα εστάθηκαν όλα ανωφελή διά να μου εξαλείψουν την ενθύμησιν της ωραίας Γαντζάδας.

Επλησίαζεν ήδη εις το Ναυπηγείον, όπου τότε ετελείωνεν η πόλις, επεριπάτει δε εισέτι παρά τον αιγιαλόν, ότε είδεν αίφνης μακρόθεν τον Λιάκον, τον αγαπητόν του Λιάκον, εξερχόμενον της πόλεως. Μειδίαμα ευχαριστήσεως εφαίδρυνε το στρογγύλον πρόσωπον του Κ. Πλατέα.

Ήτο συνήθως άεργος και η τεμπέλικαις μικροδουλειαίς, τας οποίας εξετέλει κάποτε, πότε κουβαλών νερό με την στάμναν εις τας οικίας, πότε υπηρετών τους κηπουρούς, τους αλωνιστάς και τους εργάτας των ελαιοτριβείων, πότε βοηθών τους γρυπάριδες εις την ανέλκυσιν του μακρού ατελειώτου γρύπου επί της μεγάλης άμμου εις τον αιγιαλόν, δεν τον είχαν «σηκώσει» κατά το έτος εκείνο.

Μόνον ότε επλησιάσαμεν εις τον αιγιαλόν, είδομεν υπό τας ελαίας, αίτινες κατέβαινον μέχρι της θαλάσσης, σωρούς σωμάτων κατακειμένων επί του εδάφους. Εκεί διήλθον οι δυστυχείς ολόκληρον την νύκτα, ενώ ημείς υπό την πνοήν της τρικυμίας εβαδίζομεν προς το αυτό σημείον, ως εις λιμένα σωτηρίας.

Θα είνε δε όχι μικρά παρηγοριά δι' αυτήν ότι μετ' ολίγον και η Ινώ θα πάθη τα αυτά καταδιωκομένη υπό του Αθάμαντος και θα πέση εις την θάλασσαν, εκ του άκρου του Κιθαιρώνος, εκεί όπου ούτος είνε κάθετος προς τον αιγιαλόν, κρατούσα το τέκνον της εις την αγκάλην. Αλλά θα παραστή ανάγκη να σώσωμεν και αυτήν χάριν του Διονύσου, του οποίου υπήρξε τροφός και τον εθήλασεν.

Το αληθές είνε ότι ο μπάρμπ’-Αλέξης ο Καλοσκαιρής έτρεφε μεγάλην στοργήν προς τον συμπλωτήρα του, τον Πανταρώταν. Δεν εμερίμνα τόσον περί του εαυτού του, αν θ' αξιωθή να λάβη σύνταξιν από το Ναυτικόν Απομαχικόν Ταμείον, όσον περί του συντρόφου του. Εκεί που έπλεεν από κάβον εις κάβον, από αιγιαλόν εις αιγιαλόν, ίστατο μίαν στιγμήν, άφινε την κώπην, έφερε την χείρα εις το μέτωπον, κ' έλεγε·

Ότε απέβην εις την παρά τον αιγιαλόν μικράν πλατείαν, ήτο ήδη νυξ. Δεν είχα πού να ζητήσω φιλοξενίαν. Εκεί επί της πλατείας είδα καφενείον ανοικτόν. Εζήτησα και έλαβα την άδειαν να διανυκτερεύσω εντός αυτού, και κατέλαβα εις το βάθος του μίαν σανίδα, αποτελούσαν κάθισμα, δια να κοιμηθώ.

Πέραν εις το βάθος διεγράφετο καθαρώς ο φαληρικός κόλπος, όστις μίαν ημέραν θ' αμιλλάται ίσως προς τον ονομαστόν κόλπον της Νεαπόλεως, και ούτινος τον αιγιαλόν διέστιζον ήδη πού και πού τ' αναπτόμενα φώτα των επ' αυτού οικιών και καφενείων.

Τα παιδία όσα κατήρχοντο την μεσηβρίαν από το έν σχολείον και όσα ανήρχοντο την εσπέραν από το άλλο, διά να αφήσωσι τα βιβλία εις την οικίαν, κλέψωσι τεμάχιον άρτου από το ερμάριον και τρέξωσιν ακράτητα διά να παίξωσιν εις τον αιγιαλόν, της έρριπτον αφθόνους πέτρας, διά να την εκδικηθώσι την ημέραν δι' όσον τρόμον τους επροξένει την νύκτα, όταν ετύχαινε να περάσωσιν.

Λέξη Της Ημέρας

συμπάθα·

Άλλοι Ψάχνουν