United States or Kenya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αξία ιδιαιτέρας προσοχής είνε η συνήθως επαναλαμβανομένη περιπαθής εκείνη σκηνή, καθ' ην ο Τρέκλας διηγείτο εμπιστευτικώς τους καϋμούς του εις τον Χόμο. Τότε ο Χόμο τον επαρηγόρει, ως ηδύνατο. — Χόμο, φίλε μου, νηστικούς θα μας αφήσουν σήμερα. — Γαυ! έκαμνεν ο Χόμο. Το επιφώνημα τούτο ίσως εσήμαινεν «Εμέ με αφήνεις πολλαίς φοραίς νηστικόν, και δεν παραπονούμαι».

Σαν άλλο φως, διαφορετικόν από το φως του κόσμου, το οποίον άφθονον εχύνετο από τα κανδηλάκια, αναμμένα στην αράδα. Εστάθη ακίνητος εν μέσω σαν να φορούσε το φελόνι του, σαν να έκαμνεν «είσοδον» . Το φως ήτο γλυκύ αληθώς, ήτο φως ιλαρόν, φως αγίας Δόξης, θαρρείς, ψαλμικόν φως. Μία γλυκητάτη χαρά εισέδυσε πάραυτα εις την ψυχήν του ιερέως.

Εις τας πρώτας φαύσεις της ημέρας, οι έξ, όπως είχον συμφωνήσει, ευρέθησαν έφιπποι εις το μέρος της συνεντεύξεως· ενώ δε διεξελαύνοντες κατά το προάστειον έφθασαν εις το μέρος όπου κατά την παρελθούσαν νύκτα ήτο δεδεμένη η θήλεια ίππος, ενταύθα ο ίππος του Δαρείου προσδραμών εχρεμέτισε. Συγχρόνως δε ενώ έκαμνεν ο ίππος τούτο, αστραπή έσχισε τον αίθριον ουρανόν και ηκούσθη βροντή.

Τι τ' αφήνει εδώ, 'κείνος ο πατέρας τους, μικρά κορίτσια, είπε πάλιν η Φραγκογιανού. Τάχα δεν μπορούν να πέσουν και μοναχά τους μέσα; . . . Έστρεψεν ανήσυχον βλέμμα προς την καλύβην. Αλλ' αυτή είχε την όψιν ότι δεν υπήρχεν άνθρωπος μέσα. Εκύτταξε μετά περιεργείας τα δύο κοράσια. Το μεγαλείτερον τούτων ωραίον, ξανθόν, αν και σχεδόν άνιπτον, έκαμνεν ωραίαν εντύπωσιν.

Αυτή καθώς επλησίαζεν εις τις θύρες που ήσαν κλεισμένες, έκαμνεν ένα σημείον, και άνοιγαν ευθύς, και εγώ την ακολουθούσα. Και αφού επέρασεν έξ θύρας του παλατίου, έφθασεν εις την θύραν του περιβολίου· ομοίως ανοίχθη και εκείνη, και αυτή εμβήκε μέσα.

Διά ποία δε ζητήματα συνωμίλουν, εγώ τουλάχιστον που ήμην απ' έξω δεν ημπόρουν να καταλάβω, αν και επεθύμουν με πάθος ν' ακούσω τον Πρόδικον· διότι μου φαίνεται ότι είναι άνθρωπος πάνσοφος και θείος· αλλ' επειδή η φωνή του είναι βαρεία, εγίνετο ένας βόμβος μέσα εις το δωμάτιον και έκαμνεν ώστε να μη διακρίνωνται τα λεγόμενα.

Διότι ηπόρει πώς εξέπεσε προς τα εδώ, ο Γιώργης τ' Παναϊώτ'. Αυτός έκαμνεν αυτοδικαίως τον προεστόν εις τον Άγιον Χαράλαμπον, τι να συνέβη τάχα, και διατί δεν επήγεν εις τον ναόν του Αγίου; Μήπως του αφήρεσαν το προεστ'λίκι απ' εκεί;

Η Φωτεινή ακούραστος έκαμνεν, όσα είχε παραγγείλει ο ιατρός. — Θα γίνης καλά, παππού, τον έλεγε, και μαζί θα συνάξωμε το βαμβάκι· αλλά πρέπει να παραγγείλης καινούρια υποδήματα, με τα παλιά δεν θα ημπορέσης να έβγης έξω· τώρα το φθινόπωρο κάμνει υγρασίαν . . . — Ούτε διά να διορθώσω παιδί μου, τα παλιά δεν μου μένουν πλέον χρήματα.

Και κατ' αρχάς μεν η γυνή δεν είπε τίποτε, τέλος όμως, είτε αφ' εαυτής, είτε ερωτηθείσα, διηγήθη τα πάντα εις την μητέρα της, αύτη δε εις τον σύζυγόν της. Ο Μεγακλής ησθάνθη μεγάλην αγανάκτησιν διά την ύβριν την οποίαν τω έκαμνεν ο Πεισίστρατος, και εν τη οργή του εφιλιώθη με τας αντιπάλους μερίδας.

Σωκράτης Αλλά είχομεν εύρη, ότι όλα μεν τα άλλα που θα ημπορούσαμεν να θεωρήσωμεν έργα της πολιτικήςκαι τοιαύτα είναι πολλά, παραδείγματος χάριν να κάμνη πλουσίους τους πολίτας, να τους παρέχη την ελευθερίαν, να τους εξασφαλίζη από τας στάσειςόλα αυτά δεν είναι ούτε κακά ούτε καλά, αλλ' ότι έπρεπε να τους κάμη σοφούς και κατόχους της επιστήμης, εάν επρόκειτο να είναι εκείνη που θα μας ήτο ωφέλιμος και θα μας έκαμνεν ευτυχείς.