United States or Chile ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αι Αθήναι ήσαν πλήρεις έτι φουστανελλοφόρων, ότε πάντες σχεδόν οι Ερμουπολίται, οι οπωσδήποτε διασκελίσαντες τας πρώτας βαθμίδας της κοινωνικής κλίμακος, εφόρουν φραγκικά. Ώστε ο ερχόμενος εκ των άλλων μερών της Ελλάδος εις Σύραν, έβλεπεν εκεί εξωτερικά σημεία φραγκισμού, τα οποία εις μάτην ήθελε τότε αναζητήσει αλλαχού. Τούτο εξηγείται ευκόλως.

Αυτά δε παριστάμενος έβλεπεν ο συγγραφεύς, ο οποίος όμως προς ασφάλειαν είχεν ανέλθει εις δένδρον υψηλόν.

Υπαγορεύσατέ μοι διά σημείου μαντικού, δι' οιωνού ή και διά νυκτερινής όψεως την ευμενή υμών απόφασιν, μέχρι της ανατελλούσης ημέρας. Και ταύτα ειπών ο Πλήθων ανωρθώθη. Επανήλθε προς την θύραν, χωρίς να ρίψη άλλο βλέμμα επί της κοιμωμένης Αϊμάς, έλαβε το ιμάτιόν του, και εξήλθε κλείσας την θύραν. Ο Πρωτόγυφτος, όστις υπεκρίνετο ότι εκοιμάτο, ήνοιξε τους οφθαλμούς, και έβλεπεν αυτόν εξερχόμενον.

Ντόμινους μπαμπίσκους! Αυτά ανεμιμνήσκετο τώρα ο κυρ-Μιχάλης. καθ' ην ώραν ενεδύετο. Αλλ' η κυρά-Μιχάλαινα διελογίζετο άλλα. Έβλεπεν ότι, αφότου εγνωρίσθη ο σύζυγός της με τον Καπετάνιον, ήρχισε να παραμελή την εργασίαν του.

Αλλ' εις εμέ! εμέ! εμέ! που αυτά μόνον και μόνον επρόσμενα, δεν έπεφταν! — Η καρδιά μου της έλεγε «μυριάκις έχαιρεΚαι αυτή δεν 'με έβλεπεν! Η άμαξα επέρασε και έν δάκρυ μού στεκότουν στα μάτια.

Τι θα συνέβαινε τότε δεν τολμώ ούτε να το φαντασθώ. Ήτο ωργισμένος εκείνος κ' εγώ ήμην έξω φρενών. Αλλ' αίφνης η φυσιογνωμία του μετεβλήθη. Δεν έβλεπεν εμέ. Υπεράνω της κεφαλής μου το βλέμμα του προσηλούτο εις τον ουρανόν, — προσηλούτο μετά τόσης εντάσεως, ώστε απορών εστράφην κ' εγώ προς τα οπίσω, ακολουθών διά των οφθαλμών την διεύθυνσιν του βλέμματος του αρχηγού.

Ο τελευταίος ούτος χωρισμός ήτο μάλλον φιλικός και με την συναίνεσιν της Σινιώρας, ήτις έβλεπεν ότι ο γέρων σύζυγος της επεθύμει μάλλον να γείνη μοναχός. Ο Φραγκούλης ενθυμείτο την τελευταίαν σύστασιν της Κούμπως: «με την μητέρα μαζί». Μόνον έν παροδικόν πείσμα του είχεν έλθει.

Αλλ' ενταύθα συμβαίνει ίσως ό,τι επί των αισθητηρίων οργάνων• διότι αν ο γέρων ηδύνατο να έχη ακόμη το όμμα εν ωρισμένη τινί καταστάσει θα έβλεπεν όπως και ο νέος. Ώστε το γήρας δεν έρχεται εκ πάθους τινός της ψυχής, αλλ' εκ πάθους του σώματος, εν τω οποίω αυτή υπάρχει, όπως συμβαίνει εις τας μέθας και τας νόσους.

Το πλοίον έπλεε, και ο Μάχτος έπλεεν. Εκείνο έφευγεν, αλλ' ούτος δεν ηδύνατο να το φθάση. Ο άνεμος φούσκωνε τα ιστία, και αι κώπαι υπεβοήθουν τον δρόμον του σκάφους. Ο Μάχτος μετεχειρίζετο ως κώπας τους βραχίονας και τους πόδας. Αλλά το πλοίον έφευγε και δεν ηδύνατο να το φθάση. Μετ' ολίγον ο Μάχτος έβλεπεν αυτό, με τα λευκά ιστία αναπεπταμένα, ως λάρον, επί του αμετρήτου κυανού πεδίου.

Πάντες ίσως οι πατέρες αγαπούν ομοίως τα τέκνα των• αλλ' αυτός δικαίως τον ηγάπα κάπως περισσότερον των άλλων, διότι έβλεπεν ότι εκείνος ήτο ο μόνος υποστηρικτής και φύλαξ της τυραννίας, και μόνος προέβαλλε το στήθος του χάριν του πατρός και παρείχεν εις την εξουσίαν του την ασφάλειαν.