Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025
Και εκεί που επεριπατούσα εσυναπάντησα έναν μέγαν αφέντην χωρίς γένεια, ενδεδυμένον με φορέματα γεμάτα διαμάντια· εβαστούσεν εις το κεφάλι του ένα φακιόλι πράσινον γεμάτον από ρουμπίνια και ήτον καβαλάρης επάνω εις ένα άλογον τρανταφύλλου χρώματος, το οποίον εκεί που επατούσεν, η γη ευθύς έβγαζεν ωραιότατα λουλούδια, και ήτον ωραιότερον από την σελήνην και από τους πλέον λαμπροτέρους αστέρας.
Εσκίρτησα από την χαράν μου, όταν με είπε καλήν και γνησίαν, και υπεσχέθη να με πάρη εις τον τόπον μου, όπου θα με γνωρίζουν και θα με καλοδέχωνται. Με ετύλιξεν εις παστρικόν χαρτί, διά να μη ανακατωθώ με τα άλλα νομίσματα, και παραπέσω πάλιν εις τα ξένα. Και όταν ο ξένος ευρίσκετο με άλλους συντοπίτας του έβγαζεν από το χαρτί, και εγύριζα από χέρι εις χέρι, και ήκουα λόγια γλυκά και φιλικά.
Αυτή έμνεισκεν εκστατική βλέποντάς με πολλά ήρεμον, και κάποτε με έβγαζεν από το κλουβί και επετούσα με ελευθερίαν, μα από κοντά της δεν έφευγα έχοντας χαράν να την χαϊδεύω εγώ με τες φτερούγες μου, και με το πέτασμα που έκανα ολόγυρά της, και με κάποια γλυκά τζιμπήματα που της έκανα. Και με τούτον τον τρόπον αυτή με αγαπούσε τόσον, που μίαν ώραν δεν έστεκε χωρίς να με έχη κοντά της.
Εκεί έβγαζεν ατάκτους φωνάς, θέλων να μιμηθή τους ψάλτας, και κάποτε έβαλλε χείρα εις εικονίσματα και τα κατεβίβαζε κάτω διά να τα ξεσκονίση, όπως εφρόνει· άλλοτε έβγαζε τα θυρόφυλλα της Αγίας Πύλης, κι' άρχιζε να τα πελεκά με το μικρόν κλαδευτήρι που είχε. Πότε τα επανέφερεν εις την θέσιν των, και πότε τ' άφινε κάτω εις το έδαφος, όπου έτυχε.
Το άδραχνε τέλος νικητής στα χέρια του, έβγαινε απάνω γελαστός και το έδινε στον καπετάνιο, ελπίζοντας ν' ακούση τον γλυκό λόγο του κ' έναν έπαινο. Μα εκείνος σκυθρωπός, κρύος τον εδεχόταν σαν ν' αναγνώριζε τίποτα το κατόρθωμά του και δεν έβγαζεν από τα χείλη του παρά χολή το βρισίδι: — Κεραταΐμ — κερατά!
Μετ' ολίγον έφθασεν η μάγισσα και έτρεξε πρώτον εις τον άνδρα της τον νέον βασιλέα των Μελανών Νησίων, και άρχισε να τον δέρνη, κατά την συνήθειάν της τόσον σκληρά, ώστε αι θλιβεραί φωναί οπού έβγαζεν ο δυστυχής εκινούσαν εις έλεος και τα άψυχα κτίσματα, και την καλούσε να κάμη έλεος εις αυτόν και αυτή του έλεγε· συ δεν έλαβες ευσπλαγχνίαν διά τον ιδικόν μου αγαπητικόν, ούτε εγώ δεν θέλω ποτέ λάβει συμπάθειαν διά σε . . .
Και ο λοστός ανίκητος, αψύς, εξεκόλωνεν ένα με το άλλο τ' αντιρίμματα, τα έβγαζεν από τα θαλάμια τους, τα εχώριζεν από την πέτρα ξεφλουδισμένα πολλές φορές και άλλες πολλές με σκλήθρες χάλαρων, με κοχύλων φόρτωμα, λέγεις και τον εδούλευαν όχι ανθρώπου χέρια παρά ατμομηχανή. Τέλος εκατάλαβα πως άρχισε να κλονίζεται. Έχανε το στήριγμά του. — Απάνω! τσιμπάω. Με ανεβάζουν απάνω.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν