Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025
— Σωστά είναι; ηρώτησεν η Αθιγγανίς, ρίψασα τους ψαρούς αυτής πλοκάμους επί των ωμοπλατών της. — Ναι! απεκρίθη η μήτηρ μου, σωστά σαράντα.
— Αγουρασμένον τον έχεις τον τόπον; Παρετήρησέ ποτε είς τινα αγερώχως προσελθούσαν πλησίον της και ζητούσαν να την απωθήση. — Αγουρασμένον! Απήντησεν εκείνη. — Κιγώ πού θα σταθώ; — Όπ' στηκέτανε η μάννα ς'! Απεκρίθη εμπαικτικώς η εξ οικογενείας καταγομένη. Και συγχρόνως άλλη παραπέρα ισταμένη — από σόι και αυτή — προσέθηκεν: — Όπ' άπλουνε τα δίχτυα ου πατέρας σ'!
Τέλος μίαν ημέραν έφθασε με πρόσωπον τόσον σκυθρωπόν, ώστε ο πτωχός Βινίκιος ωχρίασεν ως τον είδε και έσπευσε προς αυτόν μόλις έχων την δύναμιν να ερωτήση: — Η Λίγεια δεν ευρίσκεται μεταξύ των Χριστιανών; — Ναι, αυθέντα, απεκρίθη ο Χίλων· αλλά εύρον μεταξύ αυτών και τον Γλαύκον, τον ιατρόν. — Τι λέγεις; ποίος είναι αυτός;
— Εάν ήτο αδελφή σου, υπέλαβεν, η κόρη σου, θα την απέτρεπες; Η ερώτησις την ήγγισε βαθύτερον ή όσον ενόμιζεν ο Λιάκος. Η μία των θυγατέρων της, αδικηθείσα από την φύσιν, παρείχεν από τούδε εις την μητρικήν καρδίαν της ανησυχίας διά την μέλλουσαν αποκατάστασίν της. Δεν εγέλα πλέον. Οι οφθαλμοί της υγράνθησαν, και δεν απεκρίθη.
Ο Αράπης με όλον που ήτο κλέπτης επαρακινήθη εις σπλάγχνος, και ξεπεζεύοντας έβγαλε την Ρεσπίναν από τον λάκκον και την έβαλεν οπίσω από το άλογόν του, και καβάλλικεύοντας και αυτός εμίσευσεν. Αυθέντη του λέγει η Ρεσπίνα, που έχεις να υπάγης; εις την τένταν μου, απεκρίθη αυτός, η οποία δεν είναι πολλά μακρυά.
Καλεκάρη, επιθυμείς ακόμη να μετωρισθής με τούτον τον τρόπον; Όχι απεκρίθη η Καλεκάρη· ετούτο δεν θέλει μου συμβή πλέον, επλήρωσα καλά την περιέργειάν μου. Οι σκλάβες άρχισαν υστερότερα να με περικυκλώνουν και να με περιπαίζουν.
Κυρά μου, αυτός απεκρίθη, σε παρακαλώ, παύσε τα δάκρυά σου, διατί μου κόπτουν την καρδίαν, και ας έχωμεν τες ελπίδες μας εις τον Ουρανόν, και αυτός ωσάν δίκαιος δεν θέλει μας αφήσει από το χέρι του. Και λέγοντας έτσι εσηκώθη και ενδύθη και ανοίγοντας την πόρταν εβγήκε, και υπήγε εις τον Κατή, μαζί με τους ανθρώπους του.
Και πώς, του ξαναλέγω, η Αλγεμάλ δεν είνε το λοιπόν ζωντανή; Όχι χωρίς αμφιβολίαν, μου απεκρίθη ο εξωτικός, αυτή ήτον μία αγαπητική εκείνου του μεγάλου Προφήτου. Έμεινα πολλά εντροπιασμένος ακούοντας πως αγαπούσα μίαν που είχεν αιώνας αποθαμμένη.
Έστω, είπεν ο Σωκράτης. Εκείνο δε, το οποίον δεν δέχεται θάνατον, πώς το ονομάζομεν; Αθάνατον, είπεν ο Κέβης. Η ψυχή λοιπόν, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, δέχεται ή δεν δέχεται θάνατον; Δεν δέχεται, είπεν ο Κέβης. Είναι λοιπόν η ψυχή αθάνατον; Ηρώτησεν ο Σωκράτης. Αθάνατον είναι, απεκρίθη ο Κέβης. Έστω, είπεν ο Σωκράτης· να είπωμεν λοιπόν ότι τούτο έχει αποδειχθή, ή μήπως νομίζεις ότι δεν απεδείχθη;
Ωσάν είναι έτσι, απεκρίθη η Κυρά, καλώς ήλθε· μα, φίλε, λέγει προς τον σκλάβον, κύτταξε να είσαι τακτικός με τες νέες μου, διά να μην το μετανοήσης. Ο Βασιλεύς βλέποντας τον εαυτόν του ότι ήτο υπόχρεως διά να κάμη τον μπουφόνον, άρχισε να χορατεύη, και τόσον καλά εφέρθη, που η Κυρά είπε του Κουλούφ· κατά αλήθειαν εσύ έχεις ένα δουλευτήν πολλά μέτωρον, και ελπίζω απόψε να μας χαροποιήση.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν