United States or Cyprus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στάθηκαν ταμάξια να προσπεράση το λείψανο της Βεργινίας: από μέσ' απ’ ταμάξια κύτταζαν κλαμένα μάτια και χέρια σηκώθηκαν και κάμανε σταυρούς κ' έβγαλαν καπέλλα για τη Βεργινία του!. . . . Τότε τούρθαν τα δάκρυα του Νίκου κ' έκλαψε με παιδακίσιο αναφυλλητό που του τάραξε όλο το κορμί, γιατί συλλογίστηκε πως έχασε τη γυναίκα του που τη λυπούνταν κ' οι ξένοι μες ταμάξια : αλήθεια ήτονε σπουδαίο πράμα να χάση κανείς τη γυναίκα του! Μην κάνης έτσι, κοτζάμ άντρας!-του είπε ο φίλος του ο Ντίνος, που τον είχε πιάσει τώρα αυτός στη θέση του Περικλή.

Τι θλιβερό που είναι το γεροντικό το κλάμα!-βροχή νυχτερινή που δεν ελπίζει για ήλιο και για ξαστέρωμα. Πήγε κ' η Λιόλια και φίλησε μ' αναφυλλητό και τα χείλια της ακκούμπησαν απάνω στη μύτη της νεκρής πούτον κρύα και κοφτερή σαν κόψη μαχαιριού. . . Ο γυναικοκαυγάς. Την έθαψαν πέρα στα «νέα», κοντά σ'ένα σωρό πέτρες.

Όι, παιδί μου, δε θα πω πράμμα, μούπε η μητέρα μου με φωνή μερωμένη. Μόνο έλα να πάμε στο σπίτι. Την ακολούθησα, κ' ενώ φεύγαμε μου φάνηκε πως ήκουσα της άρρωστης το βήχα, σαν αναφυλλητό και βήχα μαζή. Και ποτέ ο θανάσιμος εκείνος βήχας δε μούδωκε τόσο σπαρακτικό αντίκτυπο στη ψυχή. Ήμουν σε μεγάλη νευρική ταραχή κένας κεφαλόπονος, που με κρατούσε από νωρίς, δυνάμωσε.

— Τ' είνε, κόρη μου; την ρώτησε η γερόντισσα ξαφνισμένη από το θρήνο της. Η Ελπίδα συνήρθε αμέσως και μάσησε τα λόγια της. Δεν ήθελε να ειπή το στοχασμό της και να την λυπήση περισσότερο. — Τα πόδια σου, Κυρά μου, τα πόδια σου είνε καταματωμένα! είπε μ' αναφυλλητό. Ποιος τόλπιζε τέτοιο κακό στου Μορφόπουλου τη γυναίκα! ποιος τόλπιζε!..

Αντίκρυ, μέσα στη σκιά που άπλωνε στα νερά το βουνό του Προδρόμου, η «Αθηνά» σάλευε παραπονετικά. Ο Μοναχάκης κουβαριασμένος απάνω στην άμμο, μέσα στην αγκαλιά του Γερο-Φλώκου, μ' ένα ροχαλητό που έβγαινε από το στήθος του, σήκωσε το κεφάλι του με κόπο και κάρφωσε τα μάτια του μισοσβυσμένα απάνω στο μπρίκι. Το πρόσωπό του ήταν σαν κερί, το στήθος του ανεβοκατέβαινε σ' ένα βουβό αναφυλλητό.

Έπρεπε να φτάσουν εκεί για να ροβολήσουν στις καλύβες τους. Ένα μεγάλο ολανθισμένο αγιόκλημα καθόταν εκεί, σα να περίμενε. Το είδε η γριά και της φάνηκε Χάρος· το είδε κ' η νια, χαμογέλασε. — Άφσε με, μαννίτσα ... είπε ανυπόμονα. — Ναι· σ' αφίνω ... εψιθύρισε η γριά πάσχοντας να κράτηση τ' αναφυλλητό.

Ναι, δέχεται· έκαμε η κόρη με το κεφάλι για να κρύψη τ' αναφυλλητό της. — Μα τι; κλαις βλέπω!.. επρόσθεσε κυττάζοντάς την κατάματα· μη σέβρισε ; — Τσ... έκαμε κείνη· άκου. Τον έσυρε σιγά ως την πόρτα του γραφείου και στάθηκαν εκεί σκυφτοί και λυπημένοι για κάμποση ώρα. — Πάμε, είπε ο Δημητράκης, σέρνοντας κατόπιν του την κόρη· δε βαστώ πια. Μου φαίνεται πως ακούω ψυχομάχημα...

Πέρασε πολλή ώρα όσο να λυθή η σιγή κι άμα λύθηκε, δε λύθηκε με λόγια. Η γυναίκα μου άπλωσε μόνο το χέρι της σε μένα και μ' έσυρε στον καναπέ. Έπεσε στην αγκαλιά μου κ' ένα μακρύ αναφυλλητό, που φαινότανε πως έβγαινε από το ίδιο στήθος, μας συγκλόνησε και τους δυο. — Πόσο σε λυπούμαι! ψιθύρισε. Πόσο σε λυπούμαι! — Εμένα; Ξαπολύθηκα από αυτή και την κοίταξα.