United States or Canada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ακούμπησε το κεφάλι στο χέρι του και κυττάζοντας κατά τον ουρανό με τα μεγάλα, λιγωμένα μάτια του, ξανάρχισε με μια φωνή πιο τρεμουλιαστή τώρα, μια φωνή παθιάρα, με κάτι παραπονετικά παιγνίδια, σα λάλημ' αηδονιού. «Πάντα τέφρα, πάντα κόνις, πάντα σποδός. Πάντα σκιάς ασθενέστερα. Πάντα ονείρου απατηλότερα». Γυρίσανε όλοι και τονέ κύτταξαν με μάτια βουρκωμένα.

Γοργό Χηλιδωνάκι, πουλί ξενοτικό, Κι' εμέ του ξένου κάμε μια χάρι σπλαχνικό, Πέτα στο περιβόλι της Χλόης, και σαν μπης, Κοντά της να καθίσης, πολλά να της ειπής· Να της ειπής λαλόντας παραπονετικά Πως έβαλαν τα μαύρα, τα μαύρα μ' σωθικά. Ειπές της πως δεν παύω από τους στενασμούς. Αχ! μη, Χελιδωνάκι· πες της χαιρετισμούς.

Ο κακότυχος πραγματευτής κλαίοντας με πικρά δάκρυα εφώναζε ότι δεν έχει πταίσιμον και ότι δεν του εσκότωσε τον υιόν, και έκραζε ότι είναι αθώος και εθρηνούσε την γυναίκα του και τα παιδιά του, λέγοντας τα πλέον θλιβερά και παραπονετικά λόγια, οπού ημπορεί να ειπή όποιος ευρίσκεται εις τέτοιαν δυστυχισμένην περίστασιν.

Το κύμα έσπαζε στα πόδια τους κ' η Παυλίνα, κυττάζοντας το κύμα, έλεγε παραπονετικά μέσα της: — Αλλοίμονο! κανένα κύμα δε μούφερε το μεγάλο διαμάντι....

Έδεσε το βόιδι από τα κέρατα καλά. Εσαλάχησαν οι άλλοι βοϊδολάτες με τις μακριές τους βουκέντρες καταμπροστά τάλλο κοπάδι. Δεμένος με το σκοινί από τα κέρατα ο Λιάρος, έβλεπε με λαχτάρα τα συντρόφια του ναραδίζουν ελέφτερα το στενό μονοπάτι. Κλαίγοντας τη μάβρη σκλαβιά του, μου-ου-ου! μου-ου-ου! εμουκάνιζε παραπονετικά.

Αντίκρυ, μέσα στη σκιά που άπλωνε στα νερά το βουνό του Προδρόμου, η «Αθηνά» σάλευε παραπονετικά. Ο Μοναχάκης κουβαριασμένος απάνω στην άμμο, μέσα στην αγκαλιά του Γερο-Φλώκου, μ' ένα ροχαλητό που έβγαινε από το στήθος του, σήκωσε το κεφάλι του με κόπο και κάρφωσε τα μάτια του μισοσβυσμένα απάνω στο μπρίκι. Το πρόσωπό του ήταν σαν κερί, το στήθος του ανεβοκατέβαινε σ' ένα βουβό αναφυλλητό.

Το μόνο κακό είνε πως δεν ξέρουν ακόμα τον τρόπο για να τη φανερώσουν. Να, για πρόσεξε· δε σου φαίνεται πως η Αντρομάχη κλαίει τον Έχτορά της; — Μάννα μ', να σε ρωτήσουμε και να μας μολογήσης, Τίνος αφίνεις τα κλειδιά από τ' αρχοντικό σου ; Ρώταγε παραπονετικά η Ελπίδα.

Η Φραγκογιαννού, φρονούσα ότι το καλλίτερον ήτον η λεχώνα να κοιμάται διά να ησυχάζη, και γνωρίζουσα ότι η απόκρισις η διδομένη εις τους πυρέσσοντας και εις τους ως εν υπνοβασία παραμιλούντας βλάπτει μάλλον ή ωφελεί, δεν απήντησε τίποτε. Η λεχώ ευθύς και πάλιν απεκοιμήθη. Το θυγάτριον εκ νέου άρχισε να κλαυθμηρίζη πολύ τρυφερά και παραπονετικά, μέχρις οχληρότητος.

Και η φωνή της παραπονετικά εκύλισε κάτω προς την ακτήν: — 'Σ το καλό, κόρη μου! 'ς το καλό, Θωμαή μου!

Μ' ετήραε παραπονετικά με τα μάτια του τα μεγάλα, σα να μου ζητούσε βοήθεια. Γιατί πάσχιζε να γυρίση τα πισινά του κατά το συρμητό της βροχής και δε δύνονταν, καρφωμένο εκεί, 'ςτον τόπο, από το πεσμένο σαμάρι, που ολοένα το καταπλάκωναν οι άμμοι και τα χαλίκια που παρέσερνε η σούδα του δρόμου. Το λυπιόμουν το μαύρο πλιότερο κι από τον εαυτό μου. Φοβόμουν να μην κάμη 'ςτα μάτια.