United States or Qatar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι ο Δάφνης κ' η Χλόη, αφού ήτανε νέοι και γαυριασμένοι κ' εζητούσαν από πολύ πια καιρόν αγάπη, ξάναβαν από όσα άκουαν κ' έλυοναν από όσα έβλεπαν κ' ήθελαν κι αυτοί κάτι περισσότερο από το φιλί κι από τ' αγκάλιασμα· μα πιο πολύ ο Δάφνης, αφού βέβαια εδυνάμωσε από την κλεισούρα όλο το χειμώνα κι από το καθισιό, και τα φιλιά επιθυμούσε και γι' αγκαλιάσματα ελαχτάριζε και για κάθε δουλιά ήτανε πιο περίεργος και πιο τολμηρός.

Σφίγγε, σφίγγε δυνατά. Σφίξε ακόμη μια και να της που πάει. Ξεψύχησε, πάει. Πάει η ζωή μου. Σκότωσα τη ζωή μου. Πάει και λέξη δεν είπε. Έλα δω να σου δώσω στο στόμα, απάνω στο στόμα, ένα αθάνατο φιλί, ένα φιλί που κανένας άλλος δεν μπορεί να σου το πάρει. Τώρα πια είσαι για πάντα δική μου. Εγώ ξέρω τι λέω. Ξέρω γιατί παραπονιούμαι, γιατί βασανιούμαι.

Κι ο Δάφνης αφού ανέλπιστα βρήκε και φιλί και τη Χλόη, κάθησε κοντά στη φωτιά κ' έρριξεν από τους ώμους του επάνω στο τραπέζι τις φάσες και τα κοτσύφια· και διηγότανε πως στενοχωρημένος από την κλεισούρα στο σπίτι εβγήκε για κυνήγι και πως άλλα με τα δίχτυα κι άλλα με τα ξόβεργα έπιασε τα πουλιά, που δρέγονταν τα σμέρτα και τον κισσό.

τα κρύα τα χείλη μου στέκεται τώρα Σκύψε και πιέ τηνε μ' ένα φιλί.» »Λαμπέτη, χόρτασε τη δύναμή μου. Μέσατα στήθια σου θέλω ναυρώ Στερνό λημέρι μου, θέλω η πνοή μου Ναυρήτα σπλάχνα σου τον ουρανό.» »Μόχτα κ' επλάκωσαν σαν άγριοι σκύλοι Για το κεφάλι μου... τι καρτερείς;... Φορτώσου τάρματα, το καρυοφύλλι, Κόψε με γρήγορα... μη μ' αρνηθής

Ω χείλη, εσείς, ω θύραις της πνοής, μ' ένα σεμνόν φιλί σας σφραγίσετε το πάκτωμα, που κάμνω με τον Χάρον! Έλα, πικρέ μου οδηγέ, τον δρόμον να μ' ανοίξης. Απελπισμένε ναύκληρε, ω! έλα να συντρίψης ‘ς τους βράχους το καράβι μου το θαλασσοδαρμένον! Καλώς σε ηύρα αγάπη μου! Πιστέ φαρμακοπώλη, το ιατρικόν σου δεν αργεί. — Μ' ένα φιλί ‘πεθαίνω.

Επειδή δε θα σ' ωφελήσουν καθόλου τα γεράματα για να μη με κυνηγάς ύστερ' από το ένα φιλί. Δε μπορεί να με πιάση εμένα μήτε γεράκι, μήτε αητός, μήτε κάθε άλλο πουλί γληγορότερο απ' αυτά. Δεν είμαι καθόλου παιδί εγώ, κι ας φαίνουμαι παιδί, παρά πιο μεγάλος στα χρόνια κι από τον Κρόνο κι από τον ίδιο το Χρόνο.

Είπα της γραίας διά να τον ερωτήση την τιμήν του μεταξωτού· εκείνος της απεκρίθη ότι δεν το πουλεί με άσπρα, αλλά μου το εχάριζε μόνον να ευχαριστηθώ να με φιλήση μίαν φοράν εις το μάγουλον. Εγώ εις ταύτα τα λόγια εθυμώθην αλλ' η γραία με εκαταπράυνε με τα λόγια της και με κατέπεισεν ότι το φιλί δεν είνε κακόν.

Γλυκό φιλάκι εζήτησα να πάρω απ' την Ευνίκη κ' εκείνη μ' αναγέλασε και τέτοια λόγια μούπε: «Γκρεμίσου, κακορρίζικε, και φύγε από κοντά μου! »βοσκός εσύ πως τόλμησες φιλί να μου ζητήσης; »εγώ δεν εσυνήθισα να με φιλούν χωριάτες, »μόνο σε χείλη χωριανά κολλώ τα δυο μου χείλη. »Εσύ μήτε στον ύπνο σου ποτέ θα με φιλήσης «Γλυκά θωρείς, γλυκά μιλείς κι ώμορφα χωρατεύεις »κ' είν' απαλά τα χάδια σου και τρυφερά τα λόγια »κ' έχεις τα γένεια μαλακά κι ώμορφα τα μαλλιά σου! »Τα χείλη σου έχουν αρρώστια κ' έχεις τα χέρια μαύρα »κ' η μουρουδιά σου είνε κακιά· φύγε μη με λερώσης». Και λέγοντάς τα, τρεις φορές έφτυσε μέσ' στον κόρφο κι' αδιάκοπα μ' εκύτταζεν απ' την κορφή ως τα νύχια και ζάρωνε τα χείλη της και με λοξοθωρούσε, κ' έπειτα καμαρώνοντας για τη γλυκειά ωμορφιά της. άπονα με περίπαιζε μ' ένα συρτό της γέλιο.

Και ανάμεσα στα κάπως βεβιασμένα γέλια της ντόνα Έστερ και τις διαμαρτυρίες της Νοέμι, που εκείνος την κρατούσε ακίνητη από τους ώμους, ακούστηκε ένα ηχηρό φιλί. «Πόσο είμαι ευχαριστημένος! Τώρα μπορώ να πεθάνω», σκαφτόταν ο Έφις κάτω από το χράμι, είχε όμως την εντύπωση ότι δεν μπορούσε να φύγει, ότι δεν μπορούσε να βγει από εκείνο τον κύκλο των τοίχων που τον περιέβαλε.

Τότε το μεγαλύτερον Φίλι, ήγουν Ελέφαντας, με την προβοσκίδα του, ήγουν με την μακράν του μύτην, αγκάλιασε το δένδρον, εις το οποίον ήμουν υψηλά, και σείοντάς το ισχυρά το εξερίζωσε και έπεσε το δένδρον, ομού και εγώ κατά γης ημιθανής· το ζώον εκείνο αντί να με θανατώση ως έτρεμα, με εσήκωσε με την προβοσκίδα του και ρίχνοντάς με εις τες πλάτες του ημιθανή, εκίνησεν έμπροσθεν των άλλων εις το δάσος, και προχωρώντας έως που έφθασεν εις ένα λόφον υψηλόν, εκεί με άφησε, και ανεχώρησεν εκείνο με όλην του την αγέλην που το ακολουθούσεν.