Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025
Ίσως οι νεώτεροι των αναγνωστών εύρωσι πως ωχράς και εξιτήλους, αν μη και ανομοίας πλέον κοινωνικάς τινας εικόνας εκ των εις τας επομένας σελίδας αποτυπουμένων· ίσως οι αισιοδοξότεροι αυτών υπολάβωσι μελανωτέρας του προσήκοντος τας σκιάς των, άλλοι δε τουναντίον δυσοιωνότεροι κρίνωσι τα φώτα των ιλαρώτερα της αληθείας.
Η πεδιάς εκτείνεται ομαλή μέχρι της ωχράς χλόης του Ελαιώνος· η διατέμνουσα αυτήν μακρά δενδροστοιχία και οι εσπαρμένοι εις μεγάλας απ' αλλήλων αποστάσεις χαμηλοί οικίσκοι συντελούσιν εις το να καταστήσωσι την εντύπωσιν της εκτάσεως έτι μάλλον επιβλητικήν.
Αχ! την τρομάρα που πήρα! Ακούω ένα μπλουμ! Καλά που βρέθηκα! Ο Θεός μ' έστειλε . . . Αμμή, έτσι αφήνουνε, χριστιανοί μου, μικρά κορίτσια, να παίζουν μοναχά τους κοντά στη στέρνα, γεμάτη νερό! . . . Ο Γιάννης, ιδών τα δύο αναίσθητα σώματα, εις τας ωχράς ακτίνας της αμφιλύκης, τραβών τα μαλλιά του, δάκνων τους αρμούς των δακτύλων του, απήντησε·
— Έχομεν αύριον να ψωνίσωμεν; ηρώτησε διά ζωηροτέρας φωνής, και ανέβλεψεν εις τον σύζυγόν της, ενώ αδρόν δάκρυ εκυλίεττο επί της ωχράς αυτής παρειάς. — Άρχισες πάλιν τα δάκρυα και τα παράπονα υπέλαβε μετά τραχυτέρας φωνής ο Θοδωράκης, αποφεύγων την εις την ερώτησιν της συζύγου του απάντησιν.
Εις τους λόγους τούτους, πάντες έστρεψαν τα βλέμματά των προς τα εδώλια· όσοι ευρίσκοντο ήδη επί του σταυρού ύψωσαν τας ωχράς και ταλαιπωρημένας κεφαλάς και προσέβλεψαν τον ομιλούντα. Εκείνος επροχώρησε μέχρι του φραγμού, όστις περιέκλειε το στάδιον και ήρχισε να τους ευλογή διά του σημείου του σταυρού. Ήτο ο απόστολος Παύλος.
Διατί συνεκεντρούτο τόσον εις αυτήν ολόκληρος η ψυχή μου; Διατί μου έπνιγε τον λαιμόν η πλημμύρα της λύπης; Τι κοινόν μεταξύ εκείνης κ' εμού; Διατί τα θολά βλέμματά μου προσηλούντο εις μόνην της ωχράς της μορφής την απούσαν εικόνα; Ω! πώς ηυχόμην να κοπάση η τρικυμία! Ησθανόμην ότι χάριν της θα έδιδα κατ' εκείνην την στιγμήν το παν διά να επέλθη η γαλήνη.
Μόλις ανεπαύθη την νύκτα η φιλόπονος αύτη οικογένεια από του κόπου του διημέρου εκείνου ταξειδίου, και ητοιμάζετο λίαν πρωί να μεταβή εις Κεχρεάν, εις το μακρινόν εκείνο κτήμα της, όπου κατά τας δύο ημέρας της απουσίας ουδείς μετέβη και όπου υπήρχον αι χλοερώτεραι συκομορέαι. — Θεια Γερακούλα, ηκούσθη φωνή την αυγήν έξωθεν εκ γειτονικού παραθύρου, η φωνή της γραίας ξηράς και ωχράς γειτονίσσης.
Περιέφερα ανήσυχος το βλέμμα επί των μορφών του παραπετάσματος και των ποικιλοχρόων φώτων του λαμπτήρος, ζητών δε ν' αναπολήσω τα συμβάντα της παρελθούσης νυκτός, διηύθυνα κατά τύχην το βλέμμα επί του σημείου, ένθα είχα ίδει την σκιάν, αλλά δεν εύρον πλέον αυτήν εκεί, και, ανακουφισθείς ολίγον, έρριψα πάλιν το βλέμμα επί της εν τη κλίνη ωχράς και επιβαλλούσης μορφής· ησθάνθην τότε κυριευούσας με πληθύν αναμνήσεων της Λιγείας μου και την καρδίαν μου πλημμυρούσαν, με ορμήν παλιρροίας, υπό του αρρήτου άλγους, το οποίον επίσης με είχε καταλάβει και επί τω θανάτω εκείνης.
Και τα κατσαρά, τα οποία εκόσμουν το ηδυπαθές μέτωπόν της, ήσαν φυσικά και όχι επίπλαστα. Η λάμψις των βαθέων και μαύρων οφθαλμών της έκαιεν αμαυρά, υπό τας καμαρωτάς οφρύς, και τα πορφυρά χείλη της ερρόδιζον επί της ωχράς και διαυγούς χροιάς των παρειών της, αίτινες έβαπτον το μ' ελαφρόν ερύθημα εις τον παραμικρόν κόπον ή εις την ελαχίστην συγκίνησιν.
Καθ' όλον αυτό το διάστημα οι τρεις άλλοι άγνωστοι χωροφύλακες ίσταντο άφωνοι εγγύς της θύρας, βλέποντες μετά προσοχής και περιεργείας την άνω αυτής κρεμαμένην μεγάλην χαρτίνην εικόνα, παριστάνουσαν διά ζωηρών ερυθρών και μαύρων χρωμάτων τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα, επτά ωχράς ψυχάς εχούσας εν τω μέσω επί της καρδίας ενθρονισμένον μαύρον βασιλικόν δαίμονα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν