United States or Turkmenistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκεί ήλθαν εις τον κήπον παιδάκια, και έρριπταν εις το νερόν ψωμί διά τους κύκνους. Το μικρότερον εφώναξε: Να, ένας άλλος κύκνος! Και τα άλλα παιδάκια εφώναξαν και εκείνα: Ήλθεν άλλος ένας κύκνος! Και εκτυπούσαν τα χεράκια των και εχόρευαν επάνω εις το χόρτον, και έτρεξαν να το ειπούν εις τον πατέρα των και εις την μητέρα των.

Χάρις εις το χόρτον τούτο και την μοναδικήν σύμπτωσιν παντοίων άλλων ευνοϊκών περιστάσεων, υπήρξα επί τινας εβδομάδας το ευτυχέστερον υπό τον ήλιον ανθρωπάριον.

Υπήγαν ίσα προς το χαμόμηλον, το οποίον δεν εκαταλάμβανε τι το θέλουν. — Απ' εδώ να εβγάλωμεν χόρτον διά την κίχλαν είπε το μεγαλείτερον αγόρι. Και έκοψε έν τετράγωνον τριγύρω εις το χαμόμηλον, και με το ψαλίδι το εχώρισεν από την γην και το ανεσήκωσε. — Κόψε το άνθος, είπε το μικρόν αγόρι. Και έτρεμεν από τον φόβον του το χαμόμηλον, διότι θ' απέθνησκεν, αν το έκοπταν.

Το ποτόν καθαρόν Θεραπεύει τα φύλλα, Κ' όπου άφησε το χόρτον Ευρίσκει ρόδα ο ήλιος Και μυρωδίαν. Ούτω υπό τους δακτύλους σας Η ελικώνειος λύρα, Τρέμει, και τ' άνθη αμάραντα Της αρετής γεμίζουσι Πάσαν καρδίαν. Όχι πατέρες, τύραννοι· Όχι άνθρωποι και τέκνα, Αλλά δειλά και αναίσθητα Ποίμνια τον κύκλον ήθελον Τρέξειν του βίου.

Εις τα πράσινα λειβάδια είχαν στοιβάσει οι χωρικοί το χόρτον, και οι πελαργοί με τα κόκκινα και μακριά ποδάρια των επεριπατούσαν επάνω και κάτω με πολλήν αξιοπρέπειαν, και ωμιλούσαν Αιγυπτιακά· διότι αυτή είναι η μητρική των γλώσσα. Τριγύρω εις αυτά τα χωράφια και λειβάδια ήσαν δάση μεγάλα, και μέσα εις τα δάση ήσαν λίμναι ωραίαι. Ήτο λαμπρά τω όντι η εξοχή.

Και διά να τελειώσω την περιγραφήν τούτου του τόπου, ο οποίος εφαίνετο ένα χάσμα και χάος φοβερόν, χωρίς δένδρον και χωρίς χόρτον, ημείς εμείναμεν αναμεταξύ εις εκείνους τους βράχους προσμένοντες τον θάνατον· ευθύς όμως εμοιράσαμεν εξ ίσου αναμεταξύ μας την ζωοτροφίαν που είχαμεν ώστε έκαστος έζησε περισσότερον ή ολιγώτερον κατά την κράσιν του, και καθώς ετελείωσε την τροφήν του.

Τι δεν είπα διά να τους πείσω να τον στείλουν αμέσως εις Αθήνας, εις το νοσοκομείον. Δεν ήθελαν να το ακούσουν· Λυσσόχορτον και πάλιν λυσσόχορτον! Αυτό ήτο η επιθυμητή πανάκεια, αλλά κανείς εις το χωρίον δεν είχε λυσσόχορτον. — Τι χόρτον είναι τούτο; ηρώτησα διακόψας τον ιερέα. Οι οφθαλμοί όλων των περί την τράπεζαν εστράφησαν διά μιας προς εμέ και ησθάνθην ότι ηρυθρίασα υπό τα βλέμματά των.

Αλλ' αυτό το φίδι εφοβείτο, το ανθρωπόμορφον, κατά του οποίου δεν είχε ποτισθή χόρτον, προς το οποίον δεν είχε ν' αντιτάξη ειμή πείσμονα εμμονήν εις το καθήκον, κ' επί ματαίω ίσως! — Του κάκου φροντίζω· εψιθύριζεν, αποτεθαρρημένη.