United States or Mozambique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πράσινη απλώνεται η φυτειά κ' η ράγες μεστωμένες, Μαύρες και κίτρινες, ξανθιές, μαυρολογούν, γυαλίζουν Στην πρώτη αχτίδα του ζεστού του ήλιου οπ' ανατέλλει, Σαν μαύρα μάτια, σαν χοντρά κλωνιά μαργαριτάρια.

ΡΕΫΝΑΛΔΟΣ Κύριε, πολύ καλά. ΠΟΛΩΝΙΟΣ «Κάπως και αυτόν· όμως» θα λέγης «ολίγο, αλλ', αν εκείνος είναι οπού απεικάζω, είν' άτακτος πολύ, 'ς αυτό και αυτό δοσμένος». και πλάσε εις βάρος του όσα θέλεις· όμως όχι τόσο χοντρά 'πού να τον ατιμάζουν, — έχε εδώ τον νουν σου· αλλά θα ειπής ταις τρέλλαις όλαις, τα λάθη και τα πάθη, οπού 'ναι μαθημένη η νεότης να εμπλέκη αν έχη ελευθερίαν.

Και παντού κρεμασμένα τα ρούχα στο λάδι και το κάρβουνο βουτηγμένα, οι μουσαμάδες ξεσχισμένοι και μυριομπαλωμένοι, τα χοντρά ποδήματα και τα κασκέτα και οι χρωματιστοί σκούφοι έδιναν στο χώρισμα εκείνο την ηρεμία καλογερικού κελιού.

Έπειτα με χοντρά άρχισε ναν του τα ψέλνει λόγια «Βλάκα σκαρτάδο, σούστριψε! Λοιπόν τ' αφτιά του κάκου τάχεις ν' ακούς, γιατί έχασες κάθε ντροπής και γνώση.

Πάντα όμιος δίχως λάθος, Και σε ύψος, και σε βάθος, Σε μεγάλα σε μικρά, Τ' άλλα στόματα ομπροστά του, Ως προς τα χαρίσματά του, Μνήσκουν άλαλα, νεκρά. Είναι, είνα, αλήθια τέρας Της τωρεσινής ημέρας, Του αιώνα η στολή· Μόνε σ' ένα πράμμα σφάλλει Το αμίμητο κεφάλι, Που χοντρά παραλαλεί. Α ν ο σ τ α ν ά λ α δ ο ς Ακόμα δεν αγρήκησα τινάν να ειπή, Μια χάρι να 'χης τάχατε, σαν οι λοιποί.

ΑΜΛΕΤΟΣτην καρδιά μου πόλεμον είχα, οπού μου σήκονε τον ύπνον· ανήσυχος κειτόμουν, ως αντάρταις ναύταιςτα σίδερα δεμένοι· απόκοτακαι ας έχη έπαινον κείν' η αποκοτιά· να μάθωμ' ότι με την αστοχασιά μας να σωθούν συμβαίνει τα βαθυά σχέδιά μας, όταν αποτύχουν, και ας διδαχθούμεν ότιτους σκοπούς μας, όπως και αν εμείς χοντρά τους πελεκούμε, δίδει κάποια θεότης την μορφήν

Ο άνεμος ανασήκωνε τις άκρες αυτού του είδους του ισπανικού πανωφοριού και άφηνε να φανεί το κεντημένο δισάκι και τα χοντρά πόδια του καβαλάρη πάνω στα αστραφτερά σαν από ασήμι σπιρούνια. Η κουκούλα σκίαζε ένα πρόσωπο καλοσυνάτο και σαρκαστικό, που στράφηκε προς τους ζητιάνους μ’ ένα ελαφρά ειρωνικό χαμόγελο ενώ με το χέρι τούς πετούσε λίγα κέρματα.

Οι παλληκαράδες δοκίμαζαν να σηκώσουν απάνου χοντρά χάλαρα, θεμέλια ποιος ξέρει τίνων σπιτιών, και πλάκες θεριωμένες, σκεπάσματα τις ξέρει ποιανών πεθαμένων.

Κόρωσε ο Κωνσταντίνος ακούγοντας τα λόγια της πρώτης της Αλεξαντρινής Επιτροπής, άναψαν οι Κωσταντινουπολίτες ακούγοντας τα πιο χοντρά αβανιάσματα της δεύτερης. Τέλος, τόσο ερεθίστηκε ο κόσμος, που ο Κωσταντίνος, δίχως μήτε να τον ξανακούση τον Αθανάσιο, τον ξορίζει στην Τριβήρα της Γαλλίας.

Έπειτα σε χρυσό σταμνί τα παίρνουν και τα βάζουν 795 που μ' άλικα το σκέπασαν σκουτιά απαλοφασμένα· τότες σε λάκκο βαθουλό τα χώνουν, κι' από πάνου χοντρά λιθάρια 'να σωρό σωριάζουν χέρι χέρι.