United States or Japan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Ιησούς συνήντησε τας άλλας γυναίκας, και είπεν αυταίς, «Χαίρετε!» Ο τρόμος ανεμιγνύετο με το θάμβος και την συγκίνησίν των καθώς έπεσαν εις τους πόδας Του. «Μη φοβείσθε, είπε προς αυτάς· πορευθείσαι είπατε τοις αδελφοίς Μου ίνα απέλθωσιν εις Γαλιλαίαν, κακεί Με όψονται». Ανωφελές ήτο διά τους στρατιώτας τους φύλακας να μείνωσι πλησίον κενού τάφου.

Ω ακριβοί αδελφοί μου· «όσον αναίσθητοι είσθε εις το να κοπιάζετε τόσον διά να αποκτήσετε πλούτη που οπόταν ο Άγγελος έλθη διά να σας σηκώση από τούτην την ζωήν, δεν θέλετε δυνηθή με αυτόν τον πλούτον να αποφύγητε τον θάνατον, και μέλλετε να τον αφήστε οπίσω σας και στανικώς σας· με όλον τούτο ηξεύρω που ομολογάτε, πως η κυρίευσις του πλούτου σας, σας κάνει να μην έχετε ποτέ ανάπαυσιν· εσείς ακαταπαύστως φοβείσθε να μη σας τον αρπάξουν οι λησταί· η επιμέλεια που παίρνετε διά να τον φυλάξετε, δεν σας αφίνει να τραβήξετε μίαν ζωήν ευτυχισμένην· εγώ όντας γυμνός από πλούτη, υστερημένος από τες ανάπαυσές σας, χαίρομαι εις την πτωχείαν μου με πολλήν ευχαρίστησιν

Εκραύγασαν εκ τρόμου εις το θέαμα, νομίσαντες ότι ήτο φάντασμα το περιπατούν επί των κυμάτων. Αλλά διά μέσου της τρικυμίας και του σκότους προς αυτούς, καθώς συχνά και προς ημάς, όταν, εν μέσω του σκότους της ζωής μας, ο ωκεανός φαίνεται τόσον μέγας και τα ακάτιά μας τόσον μικρά, ήχησεν η φωνή εκείνη, της ειρήνης ήτις έλεγεν: «Εγώ ειμι· μη φοβείσθε».

Αλλ' εφοβούντο να κινηθώσιν ή να ομιλήσωσιν. Αλλ' ο Ιησούς, με την συνήθη ανθρωπίνην όψιν Του ήλθε προς αυτούς, τους έψαυσε, και είπεν: «Εγέρθητε, και μη φοβείσθε». Και ούτω διηύγασεν η ημέρα εις το Θαβώρ και κατέβαινον το όρος· και καθώς κατέβαινον, τους προσέταξε να μη είπωσιν εις κανένα ό,τι είδον άχρις ου ο Υιός του Ανθρώπου εκ νεκρών αναστή. Τώρα δεν ήτο καιρός να ομιλήσωσι.

Οι βάρβαροι ούτοι, τους οποίους φοβείσθε, διότι δεν τους εγνωρίσατε, μάθετε ότι δεν είναι επίφοβοι, και αποκτήσατε πεποίθησιν περί τούτου εκ των αγώνων τους οποίους προ ολίγου εκάματε κατά των βαρβάρων της Μακεδονίας και εξ όσων εγώ συμπεραίνω και ήκουσα παρ' άλλων.

Αυτοί τοξεύουν και ρίπτουν ακόντια, αλλά σεις δεν φοβείσθε να σας τρυπήσουν τα βέλη, διότι είσθε μαυρισμένοι από τον ήλιον και έχετε άφθονον αίμα• δεν είσθε άχυρον και σκόνη του αλωνιού σεις, ώστε να σας καταβάλλουν γρήγορα τα κτυπήματα, αλλά πολύ αργά και μόνον όταν φθάσουν εις πολύ βάθος τα τραύματα θα χύσετε ολίγον αίμα. Αυτά μου φαίνεται ότι λέγεις, εκτός αν δεν ενόησα καλά τους λόγους σου.

Ο σύντροφός σου εφονεύθη και συ επληγώθης. Ημείς δεν πταίομεν, αλλά θα μας πατάξουν οι νόμοι με την αυστηρότητά των. — Μη φοβείσθε διωγμούς, απήντησεν ο Βινίκιος. Εγώ θα σας προστατεύσω. Ο Κρίσπος δεν ήθελε να του είπη ότι εδυσπίστει προς αυτόν. — Αυθέντα, εξηκολούθησεν ο Κρίσπος, η δεξιά σου χειρ είναι υγιής. Ιδού πινακίδες και κάλαμος!

ΑΛΗΘ. Ακολουθείτε όλοι, αφού θεωρείσθε τόσον αναγκαίοι, διά την δίκην. ΦΙΛΟΣ. Φοβείσθε λοιπόν ακόμη, συ Πλάτων και Χρύσιππε και Αριστοτέλη, μήπως ο δικαστής μεροληπτήση υπέρ αυτού, αφού δικαστής είνε η Αλήθεια; ΠΛΑΤ. Δεν λέγομεν αυτό, αλλ' είνε πανούργος και κολακευτικός και είνε φόβος μήπως την παραπείση.

Υπό σφοδρού βηχός διεκόπη η ομιλία του γέροντος· Ημείς δε, ακούσαντες περί αποχωρισμού, ηρχίσαμεν να οδυρώμεθα, ενώ εκείνος αγωνιών έβηχε. — Μη κλαίετε, παιδία μου, επανέλαβε μετ' ολίγον ο γέρων, όλοι εγεννήθημεν διά ν' αποθάνωμεν· ευτυχής δε ο αποθνήσκων εν τω μέσω τόσων φίλων. Μη κλαίετε, φίλοι μου, μη φοβείσθε τον θάνατον.

Η υπερβολική ημών τόλμη αντισταθμίζει την απειρίαν· τούτων δε η εμπειρία, την οποίαν τόσον φοβείσθε, εάν ηνούτο μετά της ανδρείας, θα ενεθυμείτο και θα εξετέλει κατά την στιγμήν του κινδύνου όσα έμαθεν· αλλ' άνευ της ευτολμίας ουδεμία επιστήμη ισχύει εναντίον των κινδύνων, διότι ο φόβος ταράττει την μνήμην, η δε μάθησις άνευ της ευψυχίας ουδόλως ωφελεί.