United States or Croatia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Παρών δε ο Ιωάννης παρετήρει μειδιών και χαίρων τα έργα του, καθώς μειδιά και χαίρει φιλόστοργος πατήρ, οσάκις τρυφερώς ατενίζη τους οφθαλμούς επί των καλώς ανατεθραμμένων τέκνων του. Ο Γεροστάθης, βλέπων ημάς θαυμάζοντας τας ωραιότητας του κήπου, μας ηρώτησεν αν ευρίσκωμεν ομοιότητά τινα μεταξύ του κήπου του και του μεγάλου Αλεξάνδρου.

Τρυφερώς και θλιβερώς ανελογίσθη το μέλλον το οποίον την περιέμενε κατά την βραχείαν επί της γης ζωήν της, μέλλουσαν να ταραχθή εκ των δοκιμασιών και των διωγμών των κατά της γεννώμενης και στρατευομένης πίστεως. Εκείνος εκ των Αποστόλων ον μάλιστα ηγάπα, ο πλησιέστατος προς Αυτόν τη καρδία και τη ζωή, εφαίνετο ο προσφορώτατος όπως λάβη την φροντίδα εκείνης της Μητρός.

Νικήτρια, ερρέμβαζε τρυφερώς την νίκην. Ανεπαύετο. — Ν' αρμένιζα μαζί της!

Εις την θύραν της οικίας του επερίμενεν η παππαδιά, σκιάζουσα διά της χειρός τους οφθαλμούς της. Μειδίαμα ευφρόσυνον επέλαμψεν εις το πρόσωπον του ιερέως. Εκράτησε το ζώον προ της θύρας και ηθέλησε ν' αποτείνη τον λόγον προς την σύζυγόν του, αλλά δεν ανήρχοντο αι λέξεις εις τα χείλη του. Ούτε εκείνη επρόφερε λέξιν, ενώ τον ητένιζε τρυφερώς προσπαθούσα να μειδιάση.

Και ενώ εστήριζε τρυφερώς τα νυσταλέα βλέμματα εις την νεαράν του γυναίκα, διέβαινον ταυτοχρόνως ενώπιον της φαντασίας του σκηναί διάφοροι του παρελθόντος βίου, προσλαμβάνουσαι βαθμηδόν μορφήν ονείρου και συναρμολογούμεναι εν τη ταχεία αυτών και νεφελώδει διελίξει με την ευφρόσυνον συναίσθησιν της παρούσης ευτυχίας.

Κάτι μου κρύπτεις, Μάσιγγα! — είπον τότε θερμώς και τρυφερώς ατενίσας τους ταπεινωμένους της κόρης οφθαλμούς. Μου κρύπτεις κάτι, το οποίον όμως εγώ γνωρίζω πλέον, και είμαι τόσω μάλλον ευδαίμων. — Αλήθεια; — ανέκραξεν η κόρη διαπορούσα. — Και πώς το γνωρίζεις: Ε! τότε λοιπόν, τόσον το καλλίτερον! Δεν θα παραπονεθής κατ' εμού διότι δεν σου το είπα.

Δεν τον γνωρίζω. — Είναι συγγενής του Πετρωνίου. Επανήλθε προσφάτως εξ Αρμενίας. — Ο Νέρων τον βλέπει με βλέμμα ευνοϊκόν; — Τον Βινίκιον; . . . Όλοι αγαπούν τον Βινίκιον. — Και θα θελήση να μεσολαβήση υπέρ σου; — Ναι. — Η Ακτή εμειδίασε τρυφερώς. — Τότε πιθανώς θα τον ίδης εις το συμπόσιον.

Ο Ζούμπουρας, παραδώσας αυτήν εις τον ναύκληρον όστις τρυφερώς την ενηγκαλίσθη, καταφιλήσας τον στενόν ως καλαμένιον λαιμόν της, είπεν ότι ο πλοίαρχος έπεσε να κοιμηθή, και ότι αυτοί ας κάμουν ό,τι θέλουν.

Αλλ' εγώ, εννοείς, ήμην περίεργος, ουδ' εννόουν, κατά τι θα εβλάπτοντο τα μαθήματά μου, αν εμάνθανα τέλος πάντων τα οικογενειακά του μυστηριώδους συμμαθητού μου. Διά τούτο, ευθύς ως έμεινα μόνος με την μητέρα μου, επανέλαβον ικετευτικώς και με πολλά θωπεύματα την ερώτησίν μου, και τόσον επέμεινα, ώστε αφήκεν η αγαθή γυνή προς στιγμήν το πλέξιμόν της, μ' εκύτταξε τρυφερώς, και απήντησε·

Π.: Ελάτε να μας επισκεφθήτε. Και επειδή εγώ διετέλουν έτι άλαλος και ενεός εκ του θαυμασμού και της συγχύσεώς μου, και δεν απήντων εις την σιγηλήν εκείνην παράκλησιν: — Ω, ναι, σας παρακαλώ, ελάτε να μας επισκεφθήτε! — εφώνησεν η παρθένος, και ηρυθρίασεν αιδημόνως και εταπείνωσε τα βλέμματα, και λαβούσα την χείρα του πατρός ήρχισε να την θωπεύη τρυφερώς και ευγνωμόνως.