Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025
Σηκώσαντες δ' εκείθεν αυτούς οι Αθηναίοι, εκείνοι εις τους οποίους ήτο ανατεθειμένη η φύλαξις, ότε τους είδον αποθνήσκοντας εν τω ιερώ, και απομακρύνοντες με την υπόσχεσιν ότι διόλου δεν θα τους εκακοποίουν, τους εφόνευσαν· εν παρόδω δε εφόνευσαν καί τινας καθημένους επί των βωμών των σεμνών θεών . Ένεκα τούτου και εκείνοι εκαλούντο ανόσιοι και ασεβείς προς την θεάν, και οι εξ εκείνων καταγόμενοι.
Πλησίον του υπογείου, του κατέχοντος το κέντρον του περιβόλου, ήναψαν δάδας τινας, τας οποίας ήνωσαν εις μικράν πυράν. Μετ' ολίγον το πλήθος ήρχισε να ψάλλη κατ' αρχάς με χαμηλήν φωνήν, είτα επί μάλλον και μάλλον μεγαλοφώνως, ένα ύμνον παράδοξον. Είχον ρίψει ακόμη δάδας τινας εις την πυράν, ήτις διέχυσεν εις όλον το κοιμητήριον ερυθράν λάμψιν, η οποία κατέστησεν ωχρόν το φως των φανών.
Νά ο μεσονύκτης! είπε και ο άλλος ποιμήν, παρακολουθών τον σύντροφόν του εις την πρακτικήν ταύτην αλλ' ακριβή αστρολογίαν. Και τους είδες τότε εκεί τους σκαιούς αυτούς ποιμένας ν' αποκαλυφθώσιν ευλαβώς και να προσκυνώσιν επί τινας στιγμάς εν κατανύξει, γονατισμένοι, ως να παρίσταντο μυστηριωδώς εν τη εβραϊκή Βηθλεέμ εις την θείαν του Σωτήρος γέννησιν. — Χριστούγεννα! Χριστούγεννα!
Κ' εξετρύπωνεν από τον σκοτεινόν σχοίνον να ιδή την θάλασσαν και δεν έβλεπε. Βουνόν δασώδες την απέκρυπτε. Ημέρας τινάς μετέπειτα επροφυλάχθη και πάλιν, αλλ' υπέφερεν ως υπό πυρετού, παραμιλών την νύκτα εις τον ύπνον του με κλαυθμούς: — Κομμάτι θάλασσα, καϋμένα παιδιά! Κομμάτι θάλασσα! Χάθηκε κομμάτι θάλασσα!
Του επέρασε λοιπόν η ιδέα — ηκούσθη μία φήμη — ότι ο Μπάρμπα-δήμαρχος είχε παράδες και δεν τους εμαρτυρούσε, Ταύτα σκεπτόμενος και έχων αυτήν την πεποίθησιν, ημέρας τινάς μετά το τρίτον κάκιωμα απέστειλε την θείαν του την Σταματίτσαν, την μόνην συγγενή του εις το χωρίον. — Τι πάθατε πάλι; ερωτά την Μιλάχρω μετά προσποιήσεως η Θεια- Σταματίτσα. — Δε μας κλαις, Χριστιανή μ! απήντησεν η Μιλάχρω.
Ο μικρός Γιαννάκης, κατελθών και αυτός, άπειρος προς τον κίνδυνον, ήνοιξε μικρόν κιβωτίδιον, έλαβε και έρριψεν εις τον ευρύν κόλπον του οπώρας τινάς φυλαγμένας εκεί, και ανήλθε δάκνων οπώραν και οποψελλίζων ως πτηνόν: από ξένον τόπο κι' απ' αλαργινό . . γιάλα-γιάλα . . .
Αναπαυθέντες τότε επί τινας ώρας υπό την σκιάν πεύκης εβάδισαν και πάλιν δι’ όλης της νυκτός, το δε πρωί απήλθον εις Τουλώνα, εναύλους έτι έχοντες εις τα ώτα της Μαγδαληνής την ονοκτόνον αράν και του δυστυχούς υποζυγίου των τους επιθανατίους ογκηθμούς.
Πάραυτα έκυψαν μανιώδεις να λάβωσί τινας εκ των βαρέων λίθων, των εσκορπισμένων εκεί εκ των ατελειώτων κτιρίων του Ναού, και αν είχεν έλθη η ώρα Του, δεν θα διέφευγε τον ταραχώδη θάνατον όστις ακολούθως έλαχεν εις τον Πρωτομάρτυρά Του.
Αλλά πριν αποφασίσω περί τούτου, νομίζω αναγκαίον να εξετάσωμεν ολίγους τινάς και του παρόντος αιώνος σατυρικούς συγγραφείς. Επειδή όμως η επιστολή μου κατήντησε μακροτέρα φθινοπωρινής νυκτός, αφίνων την εξέτασιν ταύτην διά την ακόλουθον διατελώ, κ. εκδότα Πρόθυμος δούλος σας ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΥΡΛΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ Γη Αγρίνι 20 Μαΐου 1866 Αξιότιμε κ. εκδότα της «Αυγής»,
Αμέσως ειδοποιήθη ο Καραϊσκάκης το εχθρικόν τούτο κίνημα, και την αυτήν στιγμήν διαβάς από τα πλησιέστερα οχυρώματα, έλαβε μαζύ του μερικούς στρατιώτας καί τινας των αξιωματικών και μετέβη όπου ήτον ο Βάσος, τον οποίον αφ' ού επέπληξεν αυστηρά, τον διέταξε να λάβη όλους τους συν αυτώ και να ακολουθήση κατόπι του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν