Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025


Επλησίασεν αυτός προς την γραίαν και την ερωτά, αν οι σκλάβες ήτον διά πούλημα. Ναι, είπεν η γραία· μα ετούτες, με όλον που είναι εύμορφες, δεν είναι διά λόγου σου αλλ' επειδή σε βλέπω πως είσαι ένας ευγενής άνθρωπος, επιθυμώ να σε κάμω να διαλέξης, την πλέον ωραίαν που να σου αρέση, από άλλες που έχω εις το σπήτι μου, και αν θέλης έλα κοντά μου διά να τις ιδής.

Έλα με εμένα σε περικαλώ διά να καταλύσης εις το σπήτι μου, εγώ είμαι γέρων πλούσιος, και χωρίς παιδί· σε εκλέγω διά κληρονόμον μου και υιόν μου. Εις ετούτα τα λόγια άνοιξε τας αγκάλας του, και με έσφιξε με τόσην αγάπην, ωσάν να ήθελα του είμαι αληθινός υιός.

Τότε εγώ της απόδειξα πως ετούτο δεν το έκανα δι' άλλο, παρά διά να μη κάμω τον Αμπίμπην που εκατοικούσα εις το σπήτι του, να υποπτεύση διά εμένα το τι έγινα· και την εβεβαίωνα με όρκον, πως το ταχύ θέλω επιστρέψει προς αυτήν.

Και έτσι λέγοντάς την έκαμεν ευθύς να έβγη από το σπήτι του και ολίγον έλειψε που να την δείρη.

Εγώ ευθύς τον ακολούθησα, και αφού απεράσαμεν διάφορα σοκάκια, με έφερεν εις ένα μεγάλο σπήτι, του οποίου αυτός είχε τα κλειδιά· εμβαίνοντας εις αυτό το είδα πλουσιοπαρόχως στολισμένον, και εις την μέσην του οποίου ήτον ένα πολλά ωραίον περιβόλι με διάφορες βρύσες.

Θυμάσαι τι ξεφάντωμα και πόση φασαρία!... κι' εγώ του γάμου ακριβώς εφύλαξα τους τύπους, και μόνο που δεν 'πήγαμε κι' εμείς 'στην Εσπερία. Γλυκά γλυκά 'περάσαμε του μέλιτος τον μήνα στ' αγαπημένο σπήτι μας, 'στη γαλανή Αθήνα.

Η Αροούγια ευθύς εμπουλώθη και υπήγεν εις το σπήτι του Χόντζα· ο οποίος την εδέχθη με ευγένειαν και αφού την έβαλε και εκάθησε, της ερώτησε την αιτίαν που εις αυτόν ήλθεν.

Εγώ επάνω εις τες διήγησες που ήκουσα διά την σταθερότητά σου προς την γυναίκα σου, εμβήκα εις περιέργειαν, και ήλθα εις το σπήτι σου υποκάτω εις την μορφήν του Οφφικιάλου, και ευθύς που μου εδιηγήθης την ιστορίαν σου με θάρρος και χωρίς αμφιβολίαν, έλαβα κλίσιν προς εσένα διά να σε βοηθήσω και να σε χαροποιήσω, και έκαμα με τον τρόπον που είδες.

Καθώς η ωραία Αροούγια δεν είχε μεγαλύτερην επιθυμίαν να ευχαριστήση τον βεζύρην απ' ότι ευχαρίστησε τους άλλους, έτσι εμίσευσε και από αυτόν πολλά θλιμμένη, και ήλθεν εις το σπήτι της. Ω, Βανάη, είπε, του ανδρός της, τίποτα πλέον δεν ημπορούμεν να ελπίσωμεν.

Μα με όλον που αυτή η Δειλνοβάτζη ήτον πονηρά και φιλάργυρη, μου λέγει μίαν ημέραν· Μοκβάλ, εσύ λογιάζεις τάχατες πώς διά το παρόν μην έχοντας πλέον να εξοδεύης και να μου κάμης δώρα, θέλω να σε αποδιώξω από το σπήτι μου; όχι, αγαπημένε μου, θέλω και εγώ να σου δειχθώ πόσον είμαι γενναία· σου τάσσω ότι θα μοιράσω με εσένα όλον εκείνο που θέλω λάβει από τους άλλους μου αγαπητικούς, και να σου επιστρέψω όλον εκείνο που εξόδευσες με το διάφορον.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν