United States or Montenegro ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ετρυπούσαν τα δάκτυλα με την σακκορράφαν το παπούτσι της μαγείρισσας, το οποίον είχε σκάσει και έπρεπε να ραφθή. — Αυτή είναι πρόστυχη εργασία, έλεγεν η σακκορράφα. Δεν ημπορώ να τρυπήσω αυτό το δέρμα. Θα σπάσω ! Θα σπάσω ! Και τω όντι έσπασε. — Δεν το έλεγα; είπεν η σακκορράφα. Είμαι τόσον λεπτή. Τα δε δάκτυλα είπαν: — Χωρίς μύτην βελόνη δεν αξίζει. Είναι διά πέταμα.

Τέλος πάντων επέστρεψα εις την πατρίδα μου, και τα βάσανά μου ετελείωσαν. Ήρχισα πάλιν να χαίρωμαι, διότι κανείς δεν με ύβριζε. Μολονότι είχα την τρύπαν, όλοι με είχαν διά καλήν δραχμήν. Όσον και αν καταφρονηθή κανείς, θα έλθη ημέρα δικαιοσύνης και ανταποδόσεως! Αυτά έλεγεν ή δραχμή. Ήτο μίαν φοράν μία σακκορράφα, και εφαντάζετο ότι ήτο ωραία. Ήθελε να περνά, διά βελόνη του κεντήματος.

Τόρα όμως δεν εθύμωσε. Ούτε το σκευρωμένο κορμί του ορθώθηκε Ποσειδώνιο και αλύγιστο, ούτε το πρόσωπό του εσυγνέφιασε σαν μαρτιάτικος ουρανός, ούτε τα μάτια του εσπιθοβόλησαν από θυμούς και φοβερίσματα. Έμεινεν ήσυχος εκεί που εκαθόταν και μόνον τη σακκορράφα επαραίτησε μισοπερασμένη στο πανί κ' εστύλωσε τα μάτια στη θάλασσα, με αόριστο χαμόγελο στα χείλη.

Διά να είπη όμως αυτά η σακκορράφα ετεντώθη τόσον, ώστε εξεκαρφώθη από το μανδήλι και έπεσεν εις τον νεροχύτην, όπου η μαγείρισσα εξέπλυνε τα πινάκια. — Και τώρα! είπεν η πτωχή σακκορράφα. Τώρα; Καλόν κατευόδιον! Φθάνει μόνον να μη χαθώ. Και πραγματικώς εχάθη, και με τα ακάθαρτα νερά κατήντησεν από τον νεροχύτην να ευρεθή εις το αυλάκι τον δρόμου. — Είμαι παραπολύ καλή διά τον κόσμον, έλεγεν.

Και ενόμιζαν και τα δύο ότι έκαμαν γνωριμίαν με σημαντικόν υποκείμενον, και ήρχισαν να ομιλούν διά τον άλλον κόσμον, και να λέγουν πόσον φαντασμένος και εξιππασμένος είναι ο δείνας και ο τάδες. — Έζησα εις το κουτί μιας κυρίας, η οποία ήτο μαγείρισσα, έλεγεν η σακκορράφα. Η κυρία αυτή είχε πέντε δάκτυλα εις κάθε χέρι.

Αλλοίμονον! εφώναξεν η σακκορράφα. Τι ήτο τούτο; Θα κακοπάθω! Αλλά δεν έπαθε τίποτε. Έπεσε μόνον από το αυγόν και εστρώθη κατά γης, και ίσως ακόμη ευρίσκεται εκεί όπου είχε πέσει. Δύο χωρικοί συνονόματοι εκατοικούσαν ένα καιρόν εις το ίδιον χωρίον. Το όνομα και των δύο ήτο Κ λ ώ σ ο ς. Αλλά ο ένας είχε τέσσαρα άλογα, ο δε άλλος έν και μόνον.

Αλλ' αντί να την πετάξη, η μαγείρισσα έσταξε βουλοκέρι εις την άκραν της σπασμένης σακκορράφας, και έπειτα εκάρφωσε με αυτήν το μανδήλι της εις το στήθος της. — Λοιπόν, έγεινα καρφίτσα τώρα, είπεν η σακκορράφα. Εγώ το ήξευρα ότι κάτι θα γείνω μίαν ημέραν! Όταν κανείς το έχει μέσα του, θα υπάγη εμπρός, όπως και αν γυρίσουν τα πράματα.

Προσέχετε, κρατείτε με σφικτά, έλεγεν εις τα δάκτυλα, τα οποία την εκρατούσαν. Μη με αφήσατε να πέσω κατά γης, και έπειτα δεν θα ημπορείτε να με εύρητε. Είμαι τόσον λεπτή! Αυτά έλεγεν η σακκορράφα εις τα δάκτυλα, τα οποία την εκρατούσαν περασμένην με ράμμα χονδρόν και χωρίς κόμπον εις την άκραν.

Αλλ εγώ ηξεύρω τι αξίζω, και ποια είμαι, και ας ευρίσκωμαι εις το αυλάκι. Δεν έχασε τω όντι μήτε την αξιοπρέπειαν μήτε την ευθυμίαν της. Και έβλεπε λογής λογής πράγματα να τρέχουν απ’ επάνω της εις το αυλάκι: άχυρα και ξυλάκια και κομμάτια παλαιών εφημερίδων. — Πώς τρέχουν, έλεγεν η σακκορράφα. Και ούτε τους περνά από τον νουν ότι εγώ είμαι εδώ κάτω!

Τα δάκτυλα αυτά δεν τα είχε παρά μόνον διά να με βάζη και να μ' εβγάζη από το κουτί μου. Ποτέ μου δεν είδα δάκτυλα πλέον φαντασμένα! — Ήσαν από γένος; ηρώτησε το υαλί. — Όχι βέβαια! απεκρίθη η σακκορράφα. Αλλά σου είχαν μίαν υπερηφάνειαν! Ήσαν από πέντε εις κάθε χέρι, και τα πέντε ενωμένα, αλλά το καθέν διαφορετικού αναστήματος, και το καθέν με την ανοησίαν του.