United States or Svalbard and Jan Mayen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η προσδοκία της τοιαύτης αυξήσεως ουδαμώς ηλάττονε την δραστηριότητα της συζύγου του, της καλής Παρασκευής, η οποία μας ητοίμασεν εντός ολίγου δείπνον συνιστάμενον από χλωρά κουκκία μαγειρευμένα μ' ελαιόλαδον, και από χαβιάρι το οποίον κατέβαλα εγώ, εγκαινιάσας ούτω των βαρελιών μου το άνοιγμα. Συνεκάθησε και ο φίλος του Παντελή και εφάγαμεν οι τέσσαρες ως βασιλείς.

Η πρώτη εντύπωση επέρασε κάθε λογαριασμό, κάθε προσδοκία. Τα λεβεντόπαιδα ενθουσιάστηκαν. Άναψαν κ' εκάηκαν μαζί της.

Πολλάκις είχον συνυπάρξει με πλήθη πρότερον, και όμως εις μίαν μόνην περίστασιν τους είχε θρέψει· και περιπλέον, αφού ούτως έπραξεν, είχεν επιτιμήσει αυστηρώς εκείνους οίτινες ήρχοντο προς Αυτόν εν προσδοκία τοιούτων δωρεών, και είχε ποιήσει ομιλίαν τόσον αυστηράν ώστε απεξένωσεν αφ' Εαυτού και πολλούς των φίλων Του.

Μόνον δε όταν ο Κουπώ ολισθήσας κατεκρημνίσθη και συνετρίβη εις το λιθόστρωτον της οδού, η γραία, ως να ικανοποιήθη η προσδοκία της, απεσύρθη και έκλεισε το παράθυρον.

Εν θαυμασμώ και προσδοκία οι Απόστολοι εκέλευσαν το πλήθος ν' ανακλιθώσιν επί της πρασίνης χλόης. Τους έταξαν εις ομάδας ανά πεντήκοντα και εκατόν. Οι άνθρωποι «ανέπεσαν πρασιαί πρασιαί» ή «συμπόσια συμπόσια», κατά τας γραφικάς εκφράσεις των Ευαγγελιστών.

Γυάλιζαν τα μάτια της απ' την προσδοκία την άσωστη και στο βάθος τους έκαιγε μία φλόγα πηδοχαρούμενη : Δε θα περάση κ’ η γκαμήλα ; είπε δειλά-δειλά στο Νίκο σάμπως αυτή μονάχα να της έλειπε από την ευτυχία της Την άκουσαν από πίσω κάτι νέοι, που όλη την ώρα μασσουλούσαν πασσατέμπο, και χαχανίζανε με τους σπόρους ακατάπιωτους ακόμα μες το στόμα τους.

Οι οφθαλμοί των ητένιζον εις τα εμπρός εν απλήστω προσδοκία ενδόξου τινός μέλλοντος· αλλ' εις το μέλλον, όσον ένδοξον και μονήρης, πόσον άφατος και άρρητος και ανεκλάλητος πρέπει να ήτο η χαρά του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού, όστις ήλθε ίνα δώση εις πάντας τους αγαπώντας Αυτόν, από του νυν και έως του αιώνος, χαράν ην «ουδείς αίρει απ' αυτών», χαράν ην ο κόσμος ούτε να δώση ούτε ν' αφαιρέση δύναται!

Ναρκωμένη, αναίσθητη, στέκεται προ αβύσσου· το παν είναι σκότος γύρω της, καμμία ελπίς, καμμία παρηγορία, καμμία προσδοκία! γιατί την άφησεν εκείνος εις τον οποίον μόνον αισθανότουν την ύπαρξίν της.

Αλλ' όπως πολλάκις η μεν ελπίς ναρκόνει την ψυχήν και παραλύει την δράσιν ημών επί τη κενή προσδοκία της ευτυχίας, η απόγνωσις δε τουναντίον κεντρίζει και ζωογονεί εις έσχατον αγώνα πάσας ημών τας δυνάμεις, όπως ο ναυαγός αισθάνεται πολλαπλάσιον το ψυχικόν αυτού σθένος και τα νεύρα του εντεινόμενα ως χαλύβδινα, και κολυμβά εν τη απελπισία του όσον διάστημα ουδέ να φαντασθή ήθελεν άλλως τολμήσει, ούτω και τώρα η παντελής απόγνωσις ανεπτέρωσε τας δυνάμεις της Ψυχής και εξήγειρε την κατάκοπον διάνοιάν της, η δε αναζήτησις του απολεσθέντος εραστού υπήρξε το μόνον φωτεινόν σημείον, εις ο ητένισαν μετά πόθου τα αναλάμψαντα ψυχικά της όμματα.

Λοιπόν, τη είπεν αίφνης ο φιλόσοφος, σύμφωνοι; Θα μείνης εδώ, αύριον θα έλθη ο Μάχτος, και θα σας νυμφεύσω. Δεν έχει ούτω; Η κόρη εδίσταζε. — Δεν απαντάς; επανέλαβεν ο ΠλήθωνΝαι, είπεν η Αϊμά πεπνιγμένη τη φωνή. Και ο Πλήθων εξήλθεν. Ουδέν καινόν. Εκείνο όπερ ηνάγκασε την Αϊμάν να προφέρη το πεπνιγμένον τούτο ναι, ήτο η ελπίς και η προσδοκία της αποκαλύψεως ην τη υπεσχέθη ο Πλήθων.