Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025
Την στιγμήν αυτήν της εκτελέσεως, κάποιος από την παρέαν επρόβαλλε την ιδέαν να μεταχειρισθούν και φτερά· αλλ' η ιδέα αυτή απεκρούσθη διαρρήδην από τον νάνον, ο οποίος επρόλαβε να καταδείξη εις τα οκτώ πρόσωπα με αδρά επιχειρήματα ότι το δέρμα του ουραγγουτάγκου δύναται να το απομιμηθή ακριβέστερον μεταχειριζόμενος λινόν. Συνεπώς ένα στρώμα από λινάτσα ετέθη επάνω εις το κατράμι.
Η εξουσία είχε στείλει δύο ενόπλους χωροφύλακας εις την Κεφάλαν, διά να φυλάξουν, όσον το δυνατόν, το βυθισμένον σκάφος. Αλλά πριν έλθουν οι χωροφύλακες, είχον φθάσει εις τον τόπον του ναυαγίου ο Λούκας ο Μπούνος, με την παρέαν του, κι' ο Αναστάσης ο Ζιζυφός, κι' ο Αλέξης της Μυλωνούς, και οι λοιποί.
Και τώρα ακόμη οπού όλον το πλήρωμα με ζηλευτήν αγάπην άκουε το Χριστουγεννιάτικον άσμα, αυτός ανάψας την πίπαν του, έβγαζε καπνόν και από το στόμα και από τα μάτια, γυρισμένος ανάποδα σαν να είχεν, ο ιδιότροπος, άλλην παρέαν ξεχωριστήν, την πικρίαν και οξυχολίαν του.
Είχε μειλίχιον τον τρόπον ο ναύκληρος ο Γιάννης ο Μπύρρος. Διά την καλήν παρέαν εθυσίαζεν ό,τι και αν είχε φυλαγμένον.
Εχαιρέτησε την παρέαν, εστάθη ολίγον παράμερα, υπό την σκιάν δένδρου, και καλέσας διά νευμάτων τον μπάρμπα-Γιώργην τον Απίκραντον και τον Γιαννιόν τον Κάβουραν, ήρχισε να ομιλή διά μακρών, ζωηρώς και με πολλάς χειρονομίας, προς αυτούς. Εκείνοι επανειλημμένως ανένευαν. Ο Μανώλης έσεισε την κεφαλήν, και απεμακρύνθη βραδέως, υποσχόμενος ότι θα επανέλθη.
Όλοι δ' εσιώπησαν χάσκοντες εις το τέλος, από την ευχαρίστησιν, και αυτή η Μαριγούλα εσίγησε θαμβωθείσα και αυτή. — Γεια σου κώτισσα! Ανεκραύγασεν ο ναύκληρος ο Γιάννης ο Μπύρρας στρίβων τον λευκόν μύστακά του. Αλλ' ο γέρω-Μπούμπας, ανάποδος πάντοτε, λαβών τέλος μέρος εις την ναυτικήν παρέαν επέκρινεν: — Η νισυριαίς γνέθουνε καλλίτερα από της κώτισσαις . . .
Μόλις επροχώρησαν ολίγα βήματα, και δευτέρα συνοδεία, μετά φανού και αυτή, προέβαλε κατόπιν των ερχόμενη. Ήτον ο Μανώλης ο Πολύχρονος με την παρέαν του, από το άλλο κόμμα. Ο Λάμπρος ο Βατούλας είχε «τα μάτια τέσσερα», αλλ' εκείνην την στιγμήν ησχολείτο αυτός και απησχόλει και τους φίλους του, ενώ εβάδιζαν, διηγούμενος διαφέρουσαν προς αυτούς ιστορίαν.
Και μη προφθάσας να βλάψη τον εξαφανισθέντα έφηβον, κατέρριψε και κατεπάτησε μετ' άχθους τον καπνόν της πίπας του ως σκορπίον, και επανέπεσε πάλιν εις τας σκέψεις του τας σιωπηλάς, πάντοτε με την μονήρη παρέαν του.
Έκαμε μιμικόν κίνημα, σημαίνον ότι «εκείνος που είχε τα γένεια» δηλ. ίσως ο κατής ή ειρηνοδίκης, ήτον φόβος αν εγίνοντο παράπονα, μην τους τσακώση «απ' το γιακά» και τους στείλη «μέσα». Ο Λούκας απήντησεν· — Ορισμός σας, μπάρμπα-Χρήστο! . . . το γληγορότερο. Είτα ήρχισε να συνεννοήται με την παρέαν του.
Ένας παχύς, καταστρόγγυλος παντοπώλης, ήνοιξε παρακάτω, προς στιγμήν, το παντοπωλείον του, έμβασε μέσα μίαν παρέαν φίλων, ων είς εκράτει εις χείρας κυδώνιον, και πάλιν έκλεισε. Παρακάτω ένας γέρων, βαστάζων μίαν χιλιάρικην, εκτύπα την θύραν οινοπωλείου να τω ανοίξουν, και τους οδόντας του κρυόνων, με ένα κοντά του Ρετσίνα σακκάκι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν