United States or Portugal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κοντεύεις εσύ να το πάθης, που είσαι άλλης λογής ζωντίμι. Εν τούτοις ο κύων εξακολουθεί να ολολύζη. Ολίγος χρόνος παρήλθεν εισέτι, και η θύρα του σπηλαίου ηνοίχθη αιφνιδίως. — Τι είνε, Θεόδωρε; έκραξε μετά μεμπτικού τόνου ο Πλήθων. Αι θρηνώδεις φωναί του κυνός ήσαν τόσον διάτοροι, ώστε αντήχησαν έσω του άντρου, και ο Πλήθων δεν ηδυνήθη να υπομείνη.

Αλλ' όταν αύτη επλησίασε και δεν ανεγνώρισε πλέον τον μούτσον ή άλλον τινά του πληρώματος μεταξύ των δύο επιβατών, ήρχισε να ορύεται και να ολολύζη μανιωδώς. Ο νέος σπουδαστής ωρτσάρισεν ολίγον ανοικτά από την σκούναν, αλλ' ο σκύλος, όσον έβλεπε την βάρκαν απομακρυνομένην, τόσον μανιωδέστερον ωλόλυζε. — Τι έχει και δεν λουφάζει; ηρώτησεν ανησύχως το Λιαλιώ. — Φαίνεται ότι εγνώρισε τη βάρκα.

Ο δε Μανώλης την ήκουεν επί τινας στιγμάς ν' απομακρύνεται και να ολολύζη εις το σκότος. — Μωρέ μασκαραλίκι! μωρέ, μασκαραλίκι! είπε κρατών το μέτωπόν του. Η μέθη του είχε σχεδόν εντελώς εξατμισθή. Εξήλθεν εις τα πρόθυρα και καθήσας εις το πεζούλι εστήριξε την κεφαλήν του εις το χέρι του και έμεινεν εκεί σκεπτόμενος. Η νυξ ήτο ψυχρά, αλλ' ο Μανώλης δεν ησθάνετο το ψύχος.

Ο Τρέκλας, κρατών τον Χόμο από του λαιμού, εξηκολούθησεν απτόητος την μέθοδόν του. Ο Χόμο εξηκολούθησε να ολολύζη φρικωδώς. — Τι έπαθε το σκυλί; έκραξεν ο Θευδάς, αλλ' εφοβείτο να πλησιάση, βλέπων εξαγριούμενον τον κύνα. — Σκάσε! είπε μετά περιφρονήσεως ο Τρέκλας. Έχει και αυτός την σειράν του, καθώς συ. — Μην ελύσσαξε; είπεν ο Θευδάς. — Αυτό δεν είνε παράξενο να λυσσάξη, είνε σκυλί.

Η μεγάλη κόρη, η εικοσαέτις, το Μυγδαλιώ, ενόησεν αμέσως τα τρέχοντα, και ήρχισε, παρά το πλευρόν της μητρός της καθημένη, πλησίον της εστίας, να ολολύζη ταπεινή τη φωνή εις το ους της μητρός της. — Πού θα πάτε, θα πω; Παλαβώσετε, θα πω; Με τέτοιον καιρό!... Να πάτε στο Κάστρο! Ωχ! καϋμένη... Τι να γείνω; Η νεωτέρα κόρη, η δεκαεξαέτις, το Βασώ, αρχίσασα και αυτή να εννοή, υπεψιθύρισε·

Αλλ' αύτη τον εκράτει με όλην την δύναμίν της. — Πατέρα, έκραξε μετά δακρύων, πατέρα! — Τι έχεις, κόρη μου; Η μικρά ήρχισε να ολολύζη. — Πατέρα, μη με φονεύης, έλεγε μετά λυγμών. Ο άνθρωπος εκείνος εφάνη ότι συνεκινήθη· αλλ' όμως κατέπνιξε το αίσθημα τούτο και απήντησεν·Όχι κόρη μου, υπάρχει αθανασία! Και προσεπάθησε πάλιν ν' απαλλάξη τον τράχηλόν του από της περισφίγξεως των μικρών βραχιόνων.