Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025
Και χωρίς να το θέλω, στη φαντασία μου άρχισε να γίνεται μια σύγκριση μεταξύ του Βαγγελιού και της ξανθής γειτονοπούλας στην πόλη. Εκείνη ήτον ολόδροσο κορίτσι δεκάξη χρονών, με μάτια γαλανά, με μια πλεξούδα στην πλάτη. Και το Βαγγελιό δεν ήτο πεια νέα ή τουλάχιστο γρήγωρα θα γερνούσε κήτον μαραμένη κιαδύνατη, μόνο κόκαλα.
Την κοίταξα καλά μέσα στα μάτια και της είπα: «Θεία Νοέμι, εγώ θα παντρευτώ την Γκριζέντα, επειδή μόνο η Γκριζέντα, φτωχή σαν κι εμένα, νέα και μόνη σαν κι εμένα, μπορεί να είναι η σύντροφός μου». Τότε η Νοέμι χλόμιασε σαν να ήταν νεκρή∙ φοβήθηκα και έφυγα. Έκλαιγα∙ σου το είπε; Έλα, Έφις, δεν με ακούς. Έλα! Να η θεία Έστερ.
Εν τη νέα βασιλεία, διά την οποίαν ο Ιωάννης είχε προετοιμάσει την οδόν, οι ταπεινότεροι του κόσμου προάγουσι, και βιάζουσιν αυτήν, και γίνονται δεκτοί προ αυτών· το Ευαγγέλιον απερρίφθη υπ' αυτών, καίτοι τούτο δεν ήτο η κατάλυσις αλλ' η υψίστη πλήρωσις του Νόμου.
Βρήκε μόνο τις υπηρέτριες: μια χοντρή και ηλικιωμένη που παρίστανε την σπουδαία, όπως η αδελφή του Ρετόρου, η άλλη νέα και σβέλτη, παρ’ όλο που την παίδευαν οι πυρετοί της μαλάριας. Χρειάστηκε να περιμένει στο ισόγειο. Χάζευε κοιτώντας μες στην μεγάλη αυλή τις καλαμένιες σχάρες γεμάτες με πράσινα και μαύρα σύκα, μαύρα σταφύλια και ντομάτες κομμένες και πασπαλισμένες με αλάτι.
Και όταν μιλούσε για τη Ζωή, οι πιο δυστυχισμένοι λαχταρούσαν να ζήσουν, κι' όταν μιλούσε για το Θάνατο, οι πιο ευτυχισμένοι τον αποζητούσαν, κι' όταν μιλούσε για την Αγάπη, τα ξερά κλαδιά πετούσανε νέα φύτρα . . . Αυτά έλεγε ο χωριανός. Και ύστερα είπε ακόμα, με τα δάκρυα στα μάτια, τη δική του τη συμφορά και την αμαρτία του. Σαν έτυχε στην ξένη πολιτεία, πήγε κι' αυτός να ιδή τον ωραίο Προφήτη.
Και ως είπομεν, η Χειραφετημένη, η Νέα Γυναίκα, θέλει την ανεξαρτησίαν της. Ισότης δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μεταξύ των δύω φύλων, και διά της ισότητος αυτής νέα οικογένεια, νέα κοινωνία, τελειότερα, ωραιότερα. Εις την Κωνσταντινούπολιν εργαζομένη η Μαρία Μύρτου γνωρίζεται μ' ένα εύμορφον νέον της ψευτοαριοτοκρατίας του Σταυροδρομιού, τον Κώστα Μεμιδώφ.
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Εις τας διαταγάς σου. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ε, τι νέα εκ Σικυώνος; Λέγε. Α’. ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Ήλθε κανείς από την Σικυώνα; Β’. ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Περιμένει τας διαταγάς σας. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ας εισέλθη. — Πρέπει να θραύσω τα ισχυρά ταύτα δεσμά της Αιγύπτου, ή να εξαφανισθώ εις τον παράφορον τούτον έρωτα. Ποίος είσαι; ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Απέθανεν η σύζυγός σου Φουλβία. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πού απέθανεν; ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Εις την Σικυώνα.
Ήτο μίαν φοράν ένας βασιλεύς, ο οποίος αγαπούσε τόσον πολύ τα νέα φορέματα, ώστε εξώδευεν όλα του τα χρήματα διά να ενδύεται μεγαλοπρεπώς. Δεν τον έμελε ούτε διά στρατιώτας, ούτε διά θέατρα, και η μόνη του ευχαρίστησις ήτο να εβγαίνη με την άμαξαν και να βλέπη ο κόσμος τα λαμπρά του φορέματα.
Άλλο έργο του είναι το δεύτερο και δυνατώτερο περιτείχισμα της Πρωτεύουσας , που ξεχείλιζε και πήγαινε τώρα και τα σπίτια της ξαπλώνονταν πέρ' από του Μεγάλου Κωσταντίνου τα σύνορα. Τα νέα λοιπόν αυτά τειχίσματα όχι μονάχα την καθαυτό πόλη διαφεντεύανε, σα δυνατώτερα που είτανε, μα και τις καινούριες ενορίες περιμάζευαν.
Είναι ωσάν αράχνη, και νομίζει τις ότι δεν φορεί τίποτε. Τόσον είναι ελαφρά! αλλά τούτο είναι η ωραιότης του υφάσματος! — Πραγματικώς! έλεγαν οι ακόλουθοι του βασιλέως. Αλλά τίποτε δεν έβλεπαν, διότι τίποτε δεν υπήρχε. — Μας δίδει την άδειαν η βασιλική Μεγαλειότης σας, είπαν οι αγύρται, να σας αλλάξωμεν, και να σας βάλωμεν τα νέα αυτά φορέματα εμπρός εις τον καθρέπτην;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν