Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025
Και επί μίαν μεν ημέραν απέκρουσαν την προσβολήν· την επομένην δε ημέραν, ενώ έμελλε να προσαχθή κατ' αυτών υπό των πολεμίων μηχανή, διά της οποίας διενοούντο ούτοι να ρίψουν πυρ εις τα ξύλινα παραφράγματα, και ενώ επλησίαζεν ο στρατός, οι Αθηναίοι αντέταξαν κατ' αυτού ξύλινον πύργον, τον οποίον ύψωσαν επί τινος οικήματος, εις το μέρος, όπου ενόμισαν ότι ο εχθρός έμελλε να πλησιάση την μηχανήν και το οποίον ήτο το μάλλον αδύνατον.
Λέγω προς αυτόν: — Θα πράξης και συ το αυτό με τον ανόητον εκείνον; Αλλ' ιδέ ακόμη δεν συνέλαβε τον διωκόμενον άρτον του. Άλλως τε συ δεν βλέπω να έχης και δευτέραν εις την διάθεσίν σου μηχανήν. Ουδέ με ήκουσε καν· ετοποθέτησε μόνον τον άρτον εντός της μηχανής και αφήκεν αυτήν ελευθέραν εις την οδόν την σιδηράν.
Είνε η μόνη ικανή να κάμη και τον δειλότερον κατάδικον ν' αντικρύση χωρίς φόβον την φούρκαν ή την καρμανιόλαν. — Και εις τι συνίσταται αυτή η εφεύρεσις; ηρώτησα μετά περιεργείας. — Εις το να μη πιστεύη ο κατάδικος ότι πρόκειται να τον κόψουν ή να τον κρεμάσουν. — Τούτο, παρετήρησα, φαίνεται κάπως δύσκολον, όταν έχη έμπροσθέν του την μηχανήν και αφού του υπεσχέθη τον παράδεισον ο παπάς.
Φοβούμενος δε να μεταφέρη ταύτην μήπως υποστή η μηχανή επίθεσιν εκ μέρους των σιγαροποιών, εζήτησε την συνδρομήν της Αστυνομίας, ήτις και του παρέσχε τεσσάρας χωροφύλακας υπό τον δραστήριον υπενωμοτάρχην κ. Περδικάκην, οίτινες συνώδευσαν την μηχανήν μέχρι του εργοστασίου άνευ τινός απευκτέου».
Ετούτο είνε όλον το αίτιον ενός τοιούτου πράγματος, που σε έκαμε να μείνης εκστατικός. Μα πώς, ω ευγενική αγάπη μου της είπα εγώ, διά εμένα λοιπόν εμεταχειρίσθης ετούτην την μηχανήν διά να ζήσης μαζί μου αποφάσισες να ξεμακρύνης από την πατρίδα σου, και να αρνηθής την θρησκείαν σου; ω ωραιοτάτη Γαντζάδα, εις ετούτην την στιγμήν με κάνεις τον πλέον ευτυχισμένον από όλον τον κόσμον.
Αλλά μια είδηση του φάνηκεν εντελώς ακατανόητη: ΣΙΓΑΡΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΜΗΧΑΝΗ ΥΠΟ ΣΥΝΟΔΕΙΑΝ «Χθες το απόγευμα ο μεγαλοβιομήχανος σιγαροποιίας κ. Λ. Μαθουρίκος εξετελώνισεν εκ του Τελωνείου μίαν σιγαροποιητικήν μηχανήν.
Εχαιρέτιζε πλυμένος, φαιδρός, ως να εχόρτασεν επτάωρον γλυκύν ύπνον, ο δεκατιστής, εισερχόμενος εις το πρώτον ελαιοτριβείον και μόλις διακρίνων εν μέσω του καπνού τους περί την μηχανήν εργαζομένους. — Καλημερούδια, κυρ-Δμάκη!
Απαντά: — Περίμενε και θα ίδης. Και βλέπω αυτόν τοποθετούντα επί ράβδων σιδηρών μηχανήν, ανυπομονούσαν να εκκινήση και να συρθή προς τα εμπρός επί οδού χωρίς τέρμα. Και ακόμη βλέπω τον Άνθρωπον, να τοποθετή επ' αυτής τον άρτον του, τον οποίον εκράτει εις χείρας του ασφαλώς, και ν' αφίνη την μηχανήν ελευθέραν εις την οδόν την ατέρμονα.
Και αφού εχάρηκαν διά την μηχανήν που τους έκαμαν, επήραν τες δύο χιλιάδες φλωριά του Χόντζα, και τες τέσσαρες του Κατή, που είχαν φέρει μαζή τους, ομοίως και τες δέκα του Βεζύρη, και βάνοντάς τα εις την κασέλλαν τους, απέρασαν όλην εκείνην την νύκτα με πολλήν ευφροσύνην εις την υγείαν των ντουλαπιών και των κακοτύχων αγαπητικών.
— Άνθρωπε! λέγω· κατείχες τον άρτον εις χείρας σου, και όμως τον αφήκες ν' απομακρυνθή τόσον ταχέως από σου. Τώρα τι θα φάγης; Δεν ήκουσε τους λόγους μου, διότι ετέραν ετοιμασίαν επέσπευδεν. Παρεσκεύασεν άλλην μηχανήν, ομοίαν της πρώτης, και εισελθών εντός αυτής, ανεχώρησεν αστραπιαίως εις αναζήτησιν του ιδίου του άρτου!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν