United States or Isle of Man ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' ο Αγαθούλης έλπιζε, πως ο σοφός θα τον έκαμνε να ξεχνά τις λύπες του στο ταξίδι· οι αντίπαλοι του σοφού βρίσκανε, πως ο Αγαθούλης τους αδίκησε πολύ, αλλά τους κατεύνασε δίνοντας στον καθένα εκατό πιάστρα. &Τι τους συνέβη στο ταξίδι του Αγαθούλη και του Μαρτίνου.& Ο γέρο-σοφός, που ονομαζότανε Μαρτίνος, επιβιβάσθηκε τέλος με τον Αγαθούλη για το Μπορντώ.

Τους πιάνει αμέσως και διατάζει τους γενναίους του να τους πάνε στη φυλακή. — Δε μεταχειρίζονται έτσι τους ξένους στο Ελδοράδο, είπε ο Αγαθούλης. — Είμαι περισσότερο από κάθε άλλη φορά μανιχαίος, είπε ο Μαρτίνος. — Αλλά, κύριε, πού μας πάτε; ρώτησε ο Αγαθούλης. — Στο μπουδρούμι, απάντησε ο αστυνόμος.

Τόχα προβλέψει, είπε ο Μαρτίνος στον Αγαθούλης, πώς το ρεγάλο σου γρήγορα θα τρωγότανε και θα τους έκαμνε πιο δυστυχείς. Έχετε φάγει εκατομμύρια πιάστρα σεις κι' ο Κακαμπός, και δεν είστε πιο ευτυχής από την Πακέττα και τον αδερφό Γαρουφάλη. Αχ! Αχ! είπε ο Παγγλώσσης στην Πακέττα, ο ουρανός λοιπόν σας στέλνει σε μας.

Βλέπετε, είπε ο Αγαθούλης στο Μαρτίνο, ότι το έγκλημα καμμιά φορά τιμωριέται· αυτός ο κατεργάρης ο πλοίαρχος έλαβε την τύχη, που του άξιζε. — Μάλιστα, είπε ο Μαρτίνος, αλλ' είναι σωστά νάχουνε χαθή μαζί του κι' οι ταξειδιώτες, που ήσαν στο καράβι του; Ο Θεός τιμώρησε τον απατεώνα, ο διάβολος έπνιξε τους άλλους.

Ο Μαρτίνος ξανάβρε την ψυχραιμία του και σκέφτηκε, πως η κυρία, που έκαμνε την Κυνεγόνδη, ήτανε μια λωποδύτισσα, ο κύριος Περιγουρδίνος αββάς ένας λωποδύτης, κι' ο αστυνόμος ένας άλλος λωποδύτης, από τον οποίον θα μπορούσαν εύκολα να γλυτώσουνε.

Μα σεις, κύριε Μαρτίνε, είπε στο σοφό· τι σκέπτεστε για όλ' αυτά; Ποια είναι η ιδέα σας για το ηθικό κακό και για το φυσικό κακό; — Κύριε, απάντησε ο Μαρτίνος, οι παπάδες μου με κατηγόρησαν ως σοσινιανό· αλλ' η πραγματική αλήθεια είναι, πως είμαι μανιχαίος. — Με κοροϊδεύετε, είπε ο Αγαθούλης· δεν υπάρχουνε πια μανιχαίοι στον κόσμο.

Γιατί έχω ζήσει πολύ, είπε ο Μαρτίνος. — Αλλά παρατηρήστε αυτούς τους γονδολιέρους, είπε ο Αγαθούλης· τραγουδούν ακατάπαυτα. — Να τους ιδήτε σπίτι τους με τις γυναίκες τους και τα κουτσούβελά τους, είπε ο Μαρτίνος. Ο δόγης έχει τις πίκρες του, οι γονδολιέροι τις δικές τους.

Είναι όνειρο; έλεγε ο Αγαθούλης· είμαι ξύπνιος; είμαι μέσα σ' αυτή τη γαλέρα; Αυτός είναι ο κύριος βαρώνος, που τον σκότωσα; Αυτός είναι ο διδάσκαλος Παγγλώσσης, που τον είδα να τον κρεμάνε; — Είμαστε μεις, είμαστε μεις! απαντούσαν εκείνοιΠώς! αυτός είναι ο μέγας φιλόσοφος; έλεγε ο Μαρτίνος.

«Ο σιορ Μαρτίνος και η γυναίκα του και η κόρη του, ο κόντε Ανσέλμης και αι ωραίαι αδελφαί του, η αρχόντισσα η χήρα Βιτρουβίου, ο σιορ Πλακέντιος και αι νόστιμαι ανεψιαί του, ο Μερκούτιος και ο αδελφός του ο Βαλεντίνος, ο θειος μου Καπουλέτος, η γυναίκα του και αι θυγατέρες του, η ωραία ανεψιά μου Ροζαλίνα, η Λιβία, ο σιορ Βαλέντιος και ο εξά- δελφός του Τυβάλτης, ο Λούκιος και η ζωηρά Ελένη».

Έως τώρα σ' όλη την οικουμένη βρήκα, εξόν από το Ελδοράδο, μονάχα δυστυχισμένους, μα γι' αυτή την κοπέλα και για τούτο τον θεατίνο στοιχηματίζω, πως είναι πολύ ευτυχισμένα πλάσματα. — Στοιχηματίζω, πως όχι! είπε ο Μαρτίνος. — Παρακάλεσέ τους, αν θέλης, είπε ο Αγαθούλης, να δειπνήσουνε μαζί μας και θα ιδής, αν γελιέμαι.