United States or South Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εξάνοιγαν ξέμακρα οι βοϊδολάτες με τις μακριές τις βουκέντρες, που εσαλάχαγαν κουκουνισμένο το κοπάδι. Εροβόλαγαν τα βόιδα με μουκανητά και ταραχή, μυρίζοντα με τα ρουθούνια αγριεμένα ψηλά, ανήσυχα τον αέρα, σα νάνιωθαν που ζύγωναν στο μακελιό. Όσο περισσότερο εζύγωναν, άγριεβαν πάντα τα μουκανητά κι αναβοΐσματα. Ανακόρδιζαν τα βαριά λαιμοτράχηλα απάνω.

Έδεσε το βόιδι από τα κέρατα καλά. Εσαλάχησαν οι άλλοι βοϊδολάτες με τις μακριές τους βουκέντρες καταμπροστά τάλλο κοπάδι. Δεμένος με το σκοινί από τα κέρατα ο Λιάρος, έβλεπε με λαχτάρα τα συντρόφια του ναραδίζουν ελέφτερα το στενό μονοπάτι. Κλαίγοντας τη μάβρη σκλαβιά του, μου-ου-ου! μου-ου-ου! εμουκάνιζε παραπονετικά.

Τούτος μας σώζειόχι και τόσο συχνάαπό τις άγριες φουρτούνες. Εκείνος όμως με μια του μαστοριά μας απάλλαξε σύγκαιρα από τους διαβόλους της Κόλασης και από τους αγίους της Παράδεισος, που νομίζω δεν έχει και μεγάλη διαφορά. Δεν λέγω πως μου αρέσει να βλέπω τους διαβόλους με τα στριμμένα κέρατα, τις μακριές ουρές και τα σπαθωτά νυχοπόδαρά τους.

Όλοι κηράδες κι ανυφαντίδες και χρυσοκεντιστάδες 'ςτα νιάτα τους, και τώρα απόμαχοι όλοι του ζανατιού τους. Εμαζόνονταν εκεί με τα δικανίκια και με τα τσιμπούκια τους κ' έστρωναν αδιάκοπες και μακριές κουβέτες, όλο για πράματα του περασμένου καιρού τους. Κ' εγώ, 'ςτη μέση τους, χόρταινα, ιστορίες και σοφά λόγια.

Μέσα σε σύννεφα από σκόνη περνούσαν τα λοντώ αργά, τόνα πίσω από τάλλο, γεμάτα ντόμινα μαύρα και τριανταφυλλιά και γαλάζια και κόκκινα και κίτρινα και πράσινα με νταντέλλες μαύρες, μ’ άσπρα γάντια και κάτι μακριές χρωματιστές κορδέλλες κρεμαστές πίσωθε. Φωνές μασκαράδικες. Στραγάλια. Μπουκετάκια.

Γνώριζε πως όσα έγραφα εκεί για τους ανθρώπους βλασταίνανε από τις μακριές ομιλίες μεταξύ μας κ' είταν ευχαριστημένη που την ονόμαζα ζωντανό σημειωματάρι μου, σημειωματάρι που βαστούσε ασφαλέστερα παρά κάθε γραφή τους στοχασμούς μου και μου τους ξαναέδινε δροσερούς και ξανανιωμένους.

Όλοι κηράδες κι ανυφαντίδες και χρυσοκεντιστάδες 'ςτά νιάτα τους, και τώρα απόμαχοι όλοι του ζανατιού τους. Εμαζόνονταν εκεί με τα δικανίκια και με τα τσιμπούκια τους κ' έστρωναν αδιάκοπες και μακριές κουβέντες, όλο για πράματα του περασμένου καιρού τους. Κ' εγώ, 'ςτή μέση τους, χόρταινα ιστορίες και σοφά λόγια.

Οι άλλοι βοϊδολάτες, με τις μπλούζες τις σβουνιασμένες, τα στρυμένα κι αξάγκλεγα γένια τους, εκράταγαν πλάτες πίσω κι ομπρός με τις μακριές τους βουκέντρες. Μην προγκήξη αγριεμένο το κοπάδι καταπίσω, και ξεσπάση μέσα τον κάμπο, και τρέχα γύρεβε πια· πόδια μου, ποδαράκια μου.