United States or Guam ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΠΟΛΩΝΙΟΣ Έλα μαζί μου· θε να ευρώ τον βασιλέα· έκστασις είναι τούτη ερωτική, που τόσην την ορμήν έχει οπού χαλά τον εαυτόν της, και την θέλησιν σέρν' εις έργ' απελπισίας, όσο πάθος κανέν' απ' όσα εδώ του ανθρώπου την φύσιν βασανίζουν. Α! πολύ λυπούμαι, — μήπως τώρ' ύστερα σκληρά λόγια του είπες;

Τότε πώς θα τολμήσης να επισύρης την εκδίκησιν του Καίσαρος επί των Αούλων; Σιγή επηκολούθησε. Και πάλιν άβυσσος ηνοίγετο προ των ποδών της Λιγείας. — Σου κάμνω αυτήν την ερώτησιν, επανέλαβεν η Ακτή, διότι λυπούμαι σε και την καλήν Πομπωνίαν και τον Άουλον και το τέκνον των. Μένω από πολλού χρόνου εις την οικίαν αυτήν και ηξεύρω τι σημαίνει η οργή του Καίσαρος.

Αρμόζει δεν αρμόζει, ο λαός υποδέχεται δι' αυτής και συνοδεύει πάντα παρερχόμενον μετημφιεσμένον και ιδίως τους κομψούς δομινοφόρους των αμαξών, προς τους οποίους, μα την αλήθειαν, δεν φαίνεται αδίκως αποτεινομένη η κραυγή του πλήθους. Είνε τόσον άνοστοι! τόσον άνοστοι! . . . Αν δε θέλης να μάθης και πόθεν η καταγωγή του Κ ό φ' το, λυπούμαι μη δυναμένη να σου μεταδώσω ακριβές τι και οριστικόν.

Όλ' αυτά τα ήξευρ' από πρώτα. Αλλά διά τον γάμον μας ειπέ μου, τι σου είπε. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Η κεφαλή μου πώς πονεί! Φοβούμαι να μη σπάση. Ωχ! πώς πονεί κ' η ράχη μου! η ράχη μου — η ράχη! Μ' επρόκοψες που μ' έστειλες να τρέχω τόσον δρόμον, κ' επάνω κάτω να γυρνώ, του θανατά να γείνω. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Πολύ λυπούμαι να πονής, καλή μου παραμάνα· καλή, — καλή μου, λέγε μου, τι είπεν ο Ρωμαίος;

Λυπούμαι γιατί πολλά ευνοϊκά πράγματα μπορεί να πη κανείς για τη νεώτερη δημοσιογραφία. Δίνοντάς μας τις γνώμες των αμόρφωτων μας κρατεί εις συνάφειαν με την αμάθεια της κοινωνίας. Με το ν' αναγράφη προσεκτικά τα καθημερινά συμβάντα της σύγχρονης ζωής μας δείχνει τι μικρή σημασία που έχουν πράγματι τέτοια συμβάντα.

Μου είπες δε τα εξής. Τι πράττουν οι άνθρωποι και εις ποίαν κατάστασιν ευρίσκονται ένεκα της αμαθείας και συ το βλέπεις, κόρη μου• και επειδή τους λυπούμαι, εξέλεξα σε εξ όλων των θεών, ως μόνην δυναμένην να διορθώσης την κατάστασιν, και σε αποστέλλω να τους φέρης εις την ευθείαν οδόν.

Ώστε . . . είνε αδύνατον απόψε . . . να λάβωμεν την τιμήν . . . Δεν ηξεύρετε πώς λυπούμαι, κύριε Διευθυντά . . . σας βεβαιόνω . . . μ' έρχεται να σκάσω . . . — Α! τίποτε, τίποτε . . . απαντά ψυχρώς ο κ. Παρδαλός, εύχομαι να ήνε περαστικά . . . Η Κυρία Παρδαλού ουδέν λέγει.

Αυτή, που για να μη βρίσκη άντρα, ευρήκε 'να μωρό, ένα παιδί αθώο να ξεθυμαίνη τον πυρωμό τση; Γιαυτό κιο Θεός την παιδεύγει. Εάν δεν καταλαβαίνεις είντα κουμάσι 'ν' αυτή μα σα μεγαλώσης, θα καταλάβης και θα θυμηθής τση μάνας σου τα λόγια. — Όσο την ατιμάζεις και την κακοθελάς ,τόσο περισσότερο την αγαπώ και τη λυπούμαι, γιατί κατέω πως δεν έχει κανένα ψεγάδι απ' όσα τση λες.