United States or Serbia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ενίκησες, ενίκησες, ω γέρον, έχε διά την χάριν σου το τρίτον μέρος, χάρισμα της ζωής του πραγματευτού· πρέπει λοιπόν ο πραγματευτής να σας ευχαριστήση οπού με το μέσον των ιστοριών σας του ελευθερώσατε την ζωήν από τον κίνδυνον, και λέγοντας αυτά τα λόγια το Τελώνιο έγινεν άφαντον.

Κανείς δεν μας συντρέχει, κανείς δεν μας κάνει δικαιοσύνην τι έχομεν να γένωμεν το λοιπόν; ετούτα τα λόγια έφεραν τον γέροντα εις την υστερινήν απελπισίαν, και άρχισε να λέγη χίλιες κατάρες εναντίον των ανθρώπων και τον καιρόν που ήθελε να τες ξαναειπή, η Αροουγία τον απόκοψε λέγοντας.

Της απεκρίθη ο βασιλεύς· με την ιδίαν πλαστήν φωνήν του αράπη, όμως με θυμόν, λέγοντάς της· όσον ενήργησες, δεν είναι αρκετόν διά να με θεραπεύση ολόκληρον, πρέπει να ξεριζώσης την αιτίαν και όλην την ρίζαν του πάθους μου.

Ετούτο λέγοντας εγύρισε σκεπασμένη να εύρη τον βασιλέα, και δεν αποκοτούσε διά να καθήση πλέον κοντά του. Κάθησε, κυρά, της λέγει αυτός, σ' εμένα πρέπει θα σταθώ ορθός εις την επιφάνειάν σου. Η Κυρά εδόθη εις ένα πικρόν κλαύσιμον, και πέφτοντας εις τους πόδας του τού εζητούσε συμπάθειαν αν έσφαλε μη γνωρίζοντάς τον.

Εγώ εκεί μέσα; Χίλιες φορές καλλίτερα εκειδά κάτω· δείχνοντας κατά την εκκλησιά, που είταν και τα μνημούρια. Πάμε όξω, στη μοναξιά. Εκεί που δε βλέπουμε και μούτρα να τα ντρεπούμαστε. Και λέγοντάς τα αυτά, κατρακύλησαν και δυο κόμποι από τα ξαγρυπνισμένα του μάτια απάνω στα κατάχλωμα μάγουλά του.

Η ιστορία αύτη άρεσε καθ' υπερβολήν του βασιλέως Αϊδήν, όθεν είπεν εις την Χαλιμάν· εξακολούθει την διήγησίν σου, διότι είμαι περίεργος να μάθω το τέλος, λέγοντας καθ' εαυτόν, θέλω της χαρίσει την ζωήν, αφού μου διηγείται τοιαύτας ιστορίας. &Ιστορία του νέου βασιλέως των Μελανών Νησίων.&

Εκείνη τη στιγμή η γυναίκα έλεγε στον παρακοιμώμενό της: — Σήκου, παιδί μου, γιατ' έφεξε... Έβλεπα στον ύπνο μου, πως ήρθε ο πατέρας μου από την Ξενιτειά... Ακούοντας αυτά τα λόγια ο Ξενιτεμένος μας, πετάει τη μαχαίρα πέρα, και ρίχνεται απάνω στο παιδί του σα ζουρλός, λέγοντας: — Αλήθεια είταν τ' όνειρο σου! Ήρθε ο πατέρας σου από τη Ξενιτειά! Είμαι εγώ!

Και λέγοντας έτσι με επήρεν από το χέρι, και με έφερεν εις μίαν παραθαλασσίαν από την οποίαν μου έδειξε ένα νησί.

Ο Καλάφ του εφανέρωσε την γνώμην του, λέγοντάς του, ειπέ του Βασιλέως πως είμαι ένα βασιλόπουλο ξένον, και πως ήλθα διά να λάβω την τιμήν να γίνω γαμβρός του.

Ως τόσον σου αφίνω υγείαν, ω βασιλέα, ακολούθησεν αυτή κλαίοντας· εσύ χάνεις εις τον ίδιον καιρόν τα παιδιά σου και την μητέρα τους, και δεν θέλεις αξιωθή πλέον να μας ιδής με τα μάτια σου. Και έτσι λέγοντας, έγινεν άφαντη μαζί με τα παιδιά της.