United States or Norway ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και όμως εκείνη η χρυσή είναι φόβος όλα αυτά να τα κάμη, ώστε εγώ νομίζω ότι ημείς πρέπει να ειπούμεν ότι περισσότερον πρέπει η συκίνη παρά η χρυσή, εκτός αν συ λέγης άλλο τίποτε. Ιππίας. Ναι μεν, Σωκράτη μου, αυτή πρέπει περισσότερον. Εγώ όμως δεν θα εξακολουθούσα να συζητώ με αυτόν τον άνθρωπον, αφού ερωτά τοιαύτα ζητήματα. Σωκράτης. Έχεις μεγάλο δίκαιον, φίλε μου.

Διότι μόνον αυτοί χωρίς εξαναγκασμόν εκ φύσεως κατά θείαν μοίραν είναι αληθώς και όχι προσποιητώς αγαθοί, επομένως όσον διά το άτομόν μου με θάρρος, ημπορείς να λέγης όσα σου αρέσει. Και όμως, καλέ Ξένε, άκουσε και τον λόγον της αφεντιάς μου, και αφού τον παραδεχθής λέγε με θάρρος όσα θέλεις.

ΓΟΝΕΡ. Αυτά θα ημπορούσες να μας τα λέγης, το πολύ, εάν τον είχες άνδρα. ΡΕΓ. Φυλάξου, τ' αναγέλασμα μη γίνη προφητεία. ΓΟΝΕΡ. Σιγά, και αλλοιθώριζε το 'μάτι 'που σου το 'πε. ΡΕΓ. Καλά δεν είμαι, ει δε μη, ν' αποκριθώ θα είχα, καθώς σου πρέπει! — Στρατηγέ, πάρε τους αιχμαλώτους και την κληρονομίαν μου και τα στρατεύματά μου κ' εμένα, — όλα πάρε τα, — τα πάντα ιδικά σου!

ΡΩΜΑΙΟΣ Εξορίαν! Λυπήσου με, και πρόφερε θανάτου καταδίκην! Μου είναι κι’ από θάνατον πλέον φρικτή και μαύρη η εξορία! Πάτερ μου, μη λέγης εξορίαν. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Εξορισμένος απ' εδώ, απ' την Βερώναν, είσαι. Υπομονή, υπομονή! Μεγάλος είν' ο κόσμος. ΡΩΜΑΙΟΣ Κόσμον δεν έχει δι’ εμέ απ' την Βερώναν έξω· δεν έχει παρά κόλασιν, και βάσανα και θρήνον!

Και προς τούτοις, είπεν ο Κέβης διακόψας, και σύμφωνα με εκείνην την γνώμην, εάν είναι αληθινή, την οποίαν συ, ω Σώκρατες, συνήθιζες συχνά να λέγης, ότι δηλαδή η μάθησις δεν τυχαίνει να είναι τίποτε άλλο εις ημάς παρά ξαναενθύμησις και σύμφωνα με τούτο ημείς, βεβαίως, έχομεν μάθει χωρίς άλλο εις κάποιον προηγούμενον καιρόν εκείνα τα οποία τώρα ξαναενθυμούμεθα.

Ας είνε, είπεν ο ανθύπατος, προς χάριν σου• αλλ' εάν το επαναλάβη, τι πρέπει να πάθη; Και ο Δημώναξ απήντησε• Διάταξε τότε να μαδηθή και αυτός. Όταν δε κάποιος, εις τον οποίον ο βασιλεύς ενεπιστεύθη την διοίκησιν στρατευμάτων και μιας χώρας εκ των μεγαλειτέρων, ηρώτησε τον Δημώνακτα πώς έπρεπε να κυβερνήση, Χωρίς θυμόν, απήντησεν ο φιλόσοφος. Να λέγης ολίγα και ν' ακούης πολλά.

Και αυτή η γυναίκα που έρχεται κάθε μέρα δεν σε περιποιείται; — Ναι. — Σοι φέρει τροφήν; — Μοι φέρει. — Και τι σοι λέγει; — Δεν ειξεύρει και αυτή τίποτε. — Μη την πιστεύης, είπε σχετλιαστικώς η Βεάτη. Είνε γεμάτη πονηρίαν. — Αυτή! — Ναι! Μη την εμπιστεύεσαι. — Αν ζητή να της ειπής τίποτε, μη της το λέγης.

το μέτωπόν του η Τιμή στεφανοθρονιασμένη 'σάν βασιλεύς όλης της γηςτην δόξαν μέσα λάμπει! Τι τέρας, νάχω την καρδιάν να τον κακολογήσω! ΠΑΡΑΜΑΝΑ Καλόν να λέγης ημπορείς διά τον δολοφόνον του εξαδέλφου σου;

Αλλ' άμποτε να το θελήσης, του είπα, ανεκτίμητε Ευθύδημε, εάν πράγματι λέγης την αλήθειαν· τι να σου ειπώ όμως, δεν το παραπιστεύω να έχης αυτήν την δύναμιν, εκτός τουλάχιστον αν έδιδε την συγκατάθεσίν του και ο αδελφός σου αυτός ο Διονυσόδωρος· τότε ίσως μάλιστα· πέτε μου όμως, σας παρακαλώδιότι κατά τα άλλα δεν βλέπω πως θα ημπορούσα να σας αμφισβητήσω, ανθρώπους τόσον υπερφυσικής σοφίας, ότι εγώ, δεν γνωρίζω τα πάντα, αφού εσείς είσθε που το λέγετε· πως όμως, Ευθύδημε, ημπορώ να ισχυρισθώ αυτό, παραδείγματος χάριν, το πράγμα: ότι οι αγαθοί άνθρωποι είναι άδικοι; έλα λέγε μου, αυτό το γνωρίζω ή δεν το γνωρίζω; — Το γνωρίζεις, μου απεκρίθη. — Τι πράγμα; — Ότι δεν είναι άδικοι οι αγαθοί. — Βεβαίως, του απεκρίθην, αυτό ν' ακούεται, αλλά δεν σε ερωτώ αυτό· αλλά πού έμαθα εγώ ότι οι αγαθοί άνθρωποι είναι άδικοι; — Πουθενά, απήντησεν ο Διονυσόδωρος. — Ώστε επομένως είναι πράγμα που δεν το γνωρίζω εγώ αυτό. — Μας χαλάς την υπόθεσιν, είπεν ο Ευθύδημος προς τον Διονυσόδωρον· τώρα θα φανή πως δεν γνωρίζει και έτσι πως είναι επιστήμων και ανεπιστήμων συγχρόνως.

Παρά πολύ μάλιστα αυτό ζητώ, φίλε Ιππία· και καλά με προλαμβάνεις. Ιππίας. Άκουε λοιπόν. Και σε βεβαιώ εις αυτό πλέον, αν ημπορέση κανείς να αντιλέξη, τότε έχεις δικαίωμα να λέγης ότι εγώ είμαι ολότελα αμαθής. Σωκράτης. Λέγε το γληγορώτερον δι' όνομα των θεών. Ιππίας.