Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025
Και κύψασα, εφίλησεν αυτόν τρυφερώς, ως μήτηρ το μεμψίμοιρον τέκνον της. — Μα πού είν' ο Θεός; όπου πάμε 'ς του λύκου το στόμα πέφτουμε· πού πάμε, καθείς δεν ξέρει. — Πάντα εμπρός· επανέλαβεν αυτή θαρραλέως. Κ' εξηκολούθησαν ακόμη την πορείαν των, απειλούμενοι να καλυφθώσιν υπό της χιόνος, να συντριβώσιν υπό των χιονοστιβάδων ή ν' αποτελέσουν μέρος αυτών.
Ευρίσκουσα το απέραντον εκείνο δωμάτιον στενόχωρον διά το τόσον μεγαλείον της ήνοιξε και το παράθυρον, εφ' ου κύψασα ήρξατο να θεωρή υπό το σεληνιαίον φως την κοιμωμένην Ρώμην, μάτην αναζητούσα εις την ιστορίαν ηρωίδα αξίαν να παραβληθή προς εαυτήν.
— Μάλιστα, ο Βινίκιος είπεν ότι θα στείλη να με ζητήση, σήμερον μάλιστα. Αλλά είσαι αγαθή, και θα με ευσπλαχνισθής. Κύψασα έψαυσε το κράσπεδον της εσθήτος της Ποππέας, και επερίμενε με πάλλουσαν καρδίαν. Η Ποππέα την παρετήρησε με κακόβουλον μειδίαμα και είπεν: — Τότε, σου υπόσχομαι ότι σήμερον μάλιστα θα είσαι δούλη του Βινικίου. Και απεμακρύνθη ως οπτασία, γόησσα και κακοποιός.
Κ' εν τω άμα κύψασα και αφαιρέσασα εν ακαρεί την φουστάνα της, μείνασα με την λεγομένην «μαλλίναν», την εν είδει μεσοφορίου, απορρίπτουσα τας πατημένας χονδράς εμβάδας, μείνασα με τας κάλτσας τας τρυπημένας εις την πτέρναν, ερρίφθη βαρεία, μετά πάταγου μέσα εις το νερόν της στέρνας.
Και κύψασα την στιγμήν εκείνην από του παραθύρου είδε γυναίκα, εν αγαλλιάσει κομίζουσαν από του φούρνου εν κυκλοτερεί σινίω τέσσαρα ωραία ψωμία των Χριστουγέννων. Τα ψωμία ανέδιδον θερμήν ευωδίαν, ήτις ζεσταίνουσα της γυναικός τας παρειάς είχε καταστήσει αυτάς ως χρυσοπόρφυρα μήλα. Συνεκινήθη και η γραία και έκλαιεν. Ήδη τα παιδία έξω είχον αρχίσει να τραγουδούν τα Χριστούγεννα.
Η Αϊμά είχε τελειώσει το άντλημα και ητοιμάζετο να άρη την λάγηνον επ' ώμων. Αγνοείται αν το ερύθημα, όπερ έβαπτε τας παρειάς της, προήλθεν εκ του κόπου και εκ της σωματικής κινήσεως, ην έκαμε κύψασα προς την γην όπως αναλάβη την βαρείαν στάμνον. Την στιγμήν εκείνην εξέλεξεν η τολμηροτέρα των τεσσάρων γυναικών, όπως τη δώση το τελευταίον κτύπημα.
Κύψασα είτα εις το ους της κοιμωμένης «Ιωάννα» εξηκολούθησεν, απαλύνουσα έτι μάλλον την φωνήν «σοι υπεσχέθη και ηδονάς η αντίζηλός μου αύτη· αλλ' ερώτησον αυτήν αν, περικυκλουμένη υπό κακοβούλων βλεμμάτων, αμιγή ησθάνετο ηδυπάθειαν, ότε παρεδίδετο εις τον εραστήν, τείνουσα το ους ουχί εις τους γλυκείς λόγους του, αλλ' εις πάντα περί αυτήν θόρυβον, και κάτωχρος αυτόν απωθούσα, οσάκις έτριζε θύρα ή εκινείτο φύλλον.
Μεθ' ό, θείσα το κόσκινον επί των γονάτων και κύψασα επ' αυτού, σοβαρώς ήρξατο να μελετά· ως μοι εφαίνετο, τας συμπτώσεις των κυάμων. Η μήτηρ μου και η Οθωμανίς εσπούδαζον και αυταί μετά πολλής ευλαβείας. — Κύτταξε! είπεν η Αθιγγανίς μετά μακράν θρησκευτικήν σιωπήν. — Εδώ είναι ο φονιάς και εδώ είσαι συ. Κανένας δεν είναι τόσο κοντά σου, όσον αυτός και τα παιδιά σου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν