Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025


«Ωιμέ, μη κάποιος των θεών πάλι μου υφαίνη απάτη, 'που απ' την πλωτή να καταιβώ με συμβουλεύει τώρα• αλλά δεν θα υπακούσω εγώ, γιατ' είδαν οι οφθαλμοί μου μακρυά την γην, όπ' έλεγε πως θα 'χω καταφύγι. μόν' άλλο, 'που καλήτερο μου φαίνεται, θα πράξω• 360 όσο τα ξύλα της πλωτής σταθούν συναρμοσμένα, αυτού θα μείνω, και ανδρικά τα πάθη θα βαστάξω• και όταν διαλύση την πλωτή το σείσμα των κυμάτων, θα πλέξω τότε, ότι άλλο τι ναύρη δεν φθάνει ο νους μου».

Μάνα, ας πάψομε οχ τον κόπο Να γυρεύομε άλλο τόπο· 500 Καταφύγι δεν μπορούμε Ωραιότερο να βρούμε. Πιο άλλο μέρος, σαν και τούτο, Θα 'χη τόσο μέγαν πλούτο; Κι' επειδή είν' της όρεξίς μας, 505 Ας σταθούμε επιζωής μας. Έτζι λέγοντας, φωτίζει· Και τον τόπο ευτύς γνωρίζει Που τον είχαν αφημένο, Κι' απομνήσκει συγχυσμένο. 510

Ανάμεσα στο λόγκο, πέρ' από το ρέμα, αγνάντια στο βουναράκι, ξέμακρ' από το χωριό, διωγμένη από την πικρήν καταφρόνια, του κόσμου, κυνηγημένη από τω χωριανών της τη μάβρη κατακραγή, έρημη κι απομόναχη, ανάφεντη κι απροστάτεφτη, δίχως παρηγοριά κ' ελπίδα, δίχως κανένα παραθάρι και συμπάθεια παραμικρή, λησμονημένη από τους εδικούς της, ξεγραμένη από της ζωής το βιβλίο, — αφού εξεγράφτηκε κι απ το βιβλίο της τιμής. — σέρνει στο μοναξό της καταφύγι τη μισητή ζωή της η Γιανούλα.

Μ' ακατάπαυταις τρομάραις Συγκρατούμεναις λαχτάραις, Μοναχοί είμαστε απ' όλα Δυστυχώτεροι καθόλα. Οι Αϊτοί θροφή μας έχουν Τα θεριά μας κατατρέχουν· Και του ανθρώπου η κακία Υστερνή μας δυστυχία. Με φωτιαίς αρματομένος, Με σκυλλιά συνοδεμένος, Αφορμής να ξεφαντόση Έρχεται να μας σκοτόση. Κι' είναι δίχως καταφύγι Της φυλής μας το κυνήγι.

Παραβάλλοντάς τηνα με την Αλεξάντρεια ο ίδιος ο ιστορικός λέει πως για χαρές και για καλοπάθια, για δραματικά θεάματα, για φαγοπότια, και για της αγάπης τα μάγια, η Αντιόχεια είταν πολύ πλουσιώτερη από την πόλη που δεν είχε «κάτοικο ακαμάτη». Θεατρίνοι, τραγουδιστάδες, χορευτάδες, ακροβάτες, μίμοι, όλοι την Αντιόχεια είχανε καταφύγι τους.

Και από 'να μονοπάτι, Που γνωρίζει αυτή μονάτη, Τα μεσάνυχτα απογάλι Στα λιβάδια φτάνουν πάλι. Τ' αλογόπλο εκεί κοντά του Να ιδή ανεπάντεχά του Λίγο χόρτο, δεν κρατιέται, 'Σ ταύτο απάνω ευτύς πετιέται· Ω, τι σπάνια, λέει, γλυκάδα, Χλωρασιά και τρυφεράδα, Πώχει τούτη για η χλόη ! Και με όρεξι την τρώει· Μάνα, ας πάψομε οχ τον κόπο Να γυρεύομε άλλο τόπο· Καταφύγι δεν μπορούμε Ωραιότερο να βρούμε.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν